<$BlogRSDUrl$>

27.1.05

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού 



Είναι σαφές ότι ο μπλο κι η μπλου, έχουν ως αποκλειστική ενασχόληση την ανελέητη κριτική της επικαιρότητας, με ταυτόχρονο σχολιασμό του Παντός. Εστιάζουν κυρίως στο τηλεοπτικό ή ευρύτερα δημοσιογραφικό τοπίο, αλιεύοντας μαργαριτάρια δεξιά κι αριστερά, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία και δευτερευόντως ο πολιτικός κόσμος δέχονται καθημερινά την διεισδυτική, ενδελεχή κριτική τους. Δεν τους ξεφεύγει ασχολίαστη, αποστροφή του αρχιεπισκόπου ή εκφραστικό ολίσθημα του πατρός Επιφάνειου.

Και ενώ ο καθημερινός άνθρωπος ζει τη ζωή του απλά, αγοράζει μια τυρόπιτα, διαβάζει μια εφημερίδα στο περίπτερο και χαζεύει τα φύλλα των δέντρων να πέφτουν, ο μπλο κι η μπλου καιροφυλακτούν, διαβλέποντας πίσω από κάθε ασήμαντο γεγονός ένα πιθανό post. Είναι, κατά μία έννοια, οι παπαράτσι του αοράτου. Η παρατηρητικότητά τους οξύνεται σταθερά. Θα γράψω για τα φύλλα που πέφτουν, αναφωνεί ξαφνικά.(μέσα του)

Στήνεται αργότερα στην οθόνη και ξεκινά:
«Σήμερα χάζευα τα φύλλα να πέφτουν.»

Δεν του αρέσει. Το ξαναγράφει με απλότητα και ζωντάνια:
«Τόσα φύλλα στη μέση του δρόμου, ρε γαμώτο. Το καλοκαίρι ξεψυχά!»

Δεν του αρέσει. Αλλάζει κατεύθυνση:
«Έξι μήνες είναι πια ο Κωστάκης μας στην εξουσία και τα φύλλα στους δρόμους δεν αξιώθηκε να τα μαζέψει. Η Ντόρα κοιτάζει πότε πότε από το παράθυρο ή κάθεται κλεισμένη στον πύργο της;»

Ούτε έτσι του αρέσει. Καταφεύγει στους Doors.

Summer almost gone
Summer almost gone
Where will we be
When the summer’s gone?


Αυτό είναι, λέει τελικά και το στέλνει με καμάρι. Ύστερα φυλάει καραούλι. "Λες να αρέσει;" αναρωτιέται, Περιμένει σαν ινδιάνος. Ανά τέταρτο ανοίγει και κοιτάει. Κάποια στιγμή βλέπει: Σχόλια 5. "Ω ρε μάνα μου, αρέσει!" σκέφτεται. Ύστερα μονολογεί: "γαμώτο, τα τρία είναι του ίδιου που τα θυμήθηκε ένα ένα, το άλλο είναι του κολλητού μου που πάντα με σχολιάζει. Σκατά. Τίποτα δεν έχω. Δεν αρέσει!".

Ύστερα τρέχει να δει τι γράψανε άλλοι μπλο και μπλου. Διαβάζει σε τίτλους:
Η Δόμνα Σαμίου και το τέλος του καλοκαιριού.
κι από κάτω: σχόλια 24.
«Ω ρε μάνα μου, τι γίνεται εδώ μέσα;» σκέφτεται πικραμένος, η.

*


Είναι απορίας άξιο πώς οι μπλο και μπλου βγάζουν το ψωμί τους, καθώς ζουν και αναπνέουν μόνο για να μελετούν τα blog των άλλων, να ακολουθούν τις παραπομπές τους, να εμβαθύνουν, να σχολιάζουν, να διαβάζουν απαντήσεις στα δικά τους σχόλια ή σε σχόλια τρίτων, που με τη σειρά τους σχολιάζουν άλλα σχόλια, άλλων μπλογκεράδων. Γενικά οι μπλο και μπλου σχολιάζουν ό,τι περάσει από τα μάτια τους γιατί στόχος τους είναι ακριβώς αυτό: να αυξηθεί ο όγκος της φλυαρίας στο δίκτυο.

Είναι σίγουρο ότι εργάζονται κάπου (ή είναι φοιτητές), αλλά αφενός βρίσκονται πάντα δίπλα σε ανοιχτό υπολογιστή ώστε να ελέγχουν ανά μισάωρο την ανταπόκριση και αφετέρου δεν φαίνεται να κατέχουν θέσεις υψηλής ευθύνης. Αν τύχει δε και απομακρυνθούν από την αγαπημένη τους οθόνη (λόγω μιας σύντομης εκδρομής πι χι), αναπτύσσουν έντονα στερητικά σύνδρομα. Περπατώντας στο βουνό και ενώ η παρέα ψάχνει για ταβέρνα με ξυλόσομπα, εκείνοι αναρωτιούνται μυστικά: «ο ήλιος πάει να δύσει, πόσα σχόλια να έχω άραγε;»

Υπάρχει και η κατηγορία του μπλογκερά-μέρμηγκα. (Μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί η κατηγορία μπλογκερού-μυρμήγκω.) Είναι ο ακούραστος χειρούργος του δικτύου, ο οποίος δουλεύει κυρίως με το ηλεκτρονικό τοπίο σε βαθμό εξαντλητικό. Ο αναγνώστης των blog αυτών καλείται να κατεβάσει ημερησίως ένα (διασκεδαστικό) MP3, να διαβάσει πέντε, δέκα, είκοσι, ξενόγλωσσα πολιτικά άρθρα για την πετρελαϊκή κρίση στην παγκόσμια αγορά, ή να φορτώσει ένα (διασκεδαστικό) παιχνίδι σε εννιά, μόλις, λεπτά. Ανοίγοντας τα σχόλια αυτών των blog, ενδέχεται να βρεθείς εν μέσω πυρών σχετικά με τη στάση των ελλήνων ιεραποστόλων στην Αφρική στο ύστερο Βυζάντιο- εννέα στις δέκα φορές καταλαμβάνεσαι από τον πανικό της αμάθειας.

Από εκεί και πέρα συναντά κανείς καταχωρίσεις υψηλής βιρτουοζιτέ. Ανακαλύπτουμε εδώ κι εκεί ανέκδοτες ποιητικές συλλογές ή συλλογές διηγημάτων (αλλά και νουβέλα, δοκίμιο, χρονογράφημα, ευθυμογράφημα), εκλαϊκευμένη φιλοσοφία, ψυχανάλυση για αρχαρίους, επιστημοσύνη, πολιτικό μανιφέστο, οικονομική ανάλυση και πολύ, πάρα πολύ linux. Υπερτερεί, σαφώς όμως, ο προσωπικός αναστοχασμός των πεπραγμένων της ζωής, ένα λεπτό άρωμα νοσταλγίας που επικάθεται πάνω στα post, μετατρέποντας το blog σε ένα σεντούκι με παλιές δαντέλες.

Τι τα θες, τι τα γυρεύεις. Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού, είναι κι αυτοί πλάσματα ευάλωτα, που αντί για πένα και στυπόχαρτο διαθέτουν έναν πιο σύγχρονο τρόπο να φωνάζουν καθημερινά πόσο πολύ θέλουν οι άλλοι να τους αγαπούν.

Και με αυτόν τον ωραίο συναισθηματικό τόνο, με αυτή την ξαφνική ανατροπή της διάθεσης, λέω να κλείσω την απεραντολογία μου περί μπλο και μπλου, αφού κι εγώ αποτελώ κομμάτι της ίδιας κουλτούρας, σάρκα από τη σάρκα της και δεν είναι ούτε ηθικά σωστό ούτε ωφέλιμο να παίρνω αποστάσεις.

Γι αυτό, υπομονετικέ αναγνώστη μου, και ως εξιλέωση, έγραψα ένα ποίημα που καταφεύγει σε κλασικές, μελό ευκολίες, ώστε να φανεί ξεκάθαρα πόσο ο ψύχραιμος συντάκτης του κειμένου που μόλις διάβασες, δεν είναι παρά ένα απλό, καθημερινό παιδί, γεμάτο κλισέ ευαισθησίες και πασέ στιχουργική. Κι έτσι φτάνουμε και πάλι στην ανάγκη μας για αγάπη, που λέγαμε, ας μη γινόμαστε κουραστικοί.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
κάτι δραπέτες του εαυτού,
μες την οθόνη του μυαλού τους
γράφουν τραγούδια του καϋμού τους.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
σκόνη και πάθος του ουρανού,
μικρό παιδί που χάθηκε
βαρκούλα που ξεχάστηκε

και πλέει μισοπέλαγα, δίχως κουπιά,
στα πέρατα
του κόσμου μας που γέρασε
ζωής που μας προσπέρασε.

*

Άντε. Τα μαντηλάκια σας, και για ύπνο τώρα, tough bloggers!

.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


24.1.05

Ek-sistenz 

Κινούμαστε, από εδώ και μπρος, σε έναν χώρο πολύ επικίνδυνο. Κάθε τι που λέμε ενδέχεται να είναι μια τεράστια μπαρούφα, η οποία καβουρδίζει τη φιλοσοφία αιώνων και φτιάχνει ένα τυχαίο μείγμα που δεν πίνεται. Διατηρούμε αυτή την επιφύλαξη αλλά συνεχίζουμε να προχωρούμε, μιλώντας για όσα καταλαβαίνουμε.

Ο συγκροτημένος μου εαυτός λοιπόν, που γνωρίζει ότι αποτελεί άθροισμα εαυτών τύπου κούκλας μπαμπούσκα, άθροισμα μερών με σχεδόν αυτόνομη δράση, αισθάνεται εντούτοις εγγύτερο, προσφιλέστερο, πιο «δικό» του, το κέντρο της επιθυμίας. Αν απαντούσα ειλικρινά σε κάποιον που θα με σταματούσε εκείνο το βράδυ ρωτώντας με, «ρε φίλε, ποιος είσαι;» θα του έλεγα ευθέως: να, μπες, παράκμαμψε το θόρυβο των λέξων και κοίτα τους πόθους μου, τα συναισθήματα, τα όνειρα, τις συνειδητές μου επιθυμίες. Κοίτα λίγο προσεκτικότερα ώστε να δεις και τις ασυνείδητες. Ή κυρίως αυτές, αν είσαι φροϋδιστής, κύριος!

*


Η συνείδηση κατά τον Husserl, είναι πάντα συνείδηση ενός πράγματος. Αυτή είναι η εγγενής ιδιότητά της, η λεγόμενη αναφορικότητά της, το να μπορεί να αναφέρεται στα πράγματα, όχι φυσικά ως πράγματα καθ’ εαυτά, αλλά ως φαινόμενα, όπως δηλαδή αυτά αντανακλώνται, φαίνονται εντός της. Και όπως ο Kant, θα δεχτεί κι εκείνος ότι το ίδιο το πράγμα καθ’ εαυτό θα μας μείνει για πάντα άγνωστο, εμείς θα δουλεύουμε μόνο με το απείκασμά του.

Δεν έχουμε λόγους να αμφισβητήσουμε τους γίγαντες αυτούς της σκέψης. Ερχόμαστε μόνο να καταθέσουμε ως συμπλήρωμα όσα η εμπειρία μας διαπίστωσε μια νύχτα που έβρεχε. Η συνείδηση δηλαδή μπορεί αρχικά να κατανοεί τον εαυτό της ως cogito, να περιέχει τον κόσμο ως φαινόμενο, αλλά, τελικά, τον βιώνει ως επιθυμία.

Το να ζεις σημαίνει να επιθυμείς. Και το να έχεις συνείδηση του εαυτού σου σημαίνει κυρίως να έχεις τη γεύση των επιθυμιών σου. Είσαι, εν ολίγοις, ένας γευστικός υποδοχέας των εμπειριών της ζωής σου, που, αν όλα κυλήσουν ομαλά, έχεις κάθε δυνατότητα να εξελιχθείς σε έναν καλό γευσιγνώστη.

Αυτά είναι όσα κατάλαβα και να με συγχωρείς αν σε ανάγκασα να διαβάσεις πράγματα που ήδη γνώριζες.

*



Υ.Γ.1.Όλο αυτό το νυχτερινό μπες βγες στον εαυτό, η εκστατική περιπλάνηση, δεν ήταν σχήμα λόγου. Πρόκειται για εμπειρία αγωνίας που πρώτη φορά την ένιωσα γύρω στα δεκαπέντε με δεκάξι, παρατηρώντας τη γιαγιά μου να πλέκει. Εστιάζοντας στις μικροκινήσεις των δαχτύλων της, τις ελάχιστες συσπάσεις του προσώπου της, αποκολλήθηκα από το εγώ μου και ταυτίστηκα μαζί της. Ήμουν εκείνη. Χρειάστηκε να φωνάξω μέσα μου: είμαι εγώ, είμαι εγώ, για να επιστρέψω, πανικόβλητος.

Y.Γ.2. Γράφει ο Γιανναράς ερμηνεύοντας στοιχεία της φιλοσοφίας του Heidegger:
"Η πρωταρχική εμπειρία του είναι, γίνεται δυνατή χάρη στην ικανότητα της ύπαρξης να εξ-ίσταται, να ίσταται έξω από τον εαυτό της…ώστε να της γίνεται προσιτός ο εαυτός της, οι συνάνθρωποι, τα αντικείμενα. Γι αυτό και ο Ηeidegger, από κάποια στιγμή και πέρα, διορθώνει τη γραφή της λέξης ύπαρξη από Existenz σε Ek-sistenz, υποδηλώνοντας με τη δεύτερη αυτή γραφή το ελληνικό εξ-ίστημι."


This page is powered by Blogger. Isn't yours?