23.2.05
Βαθυστόχαστες μπούρδες
*
Γράφουμε λοιπόν δημόσια. Φτιάχνουμε κείμενα, μικρότερες ή μεγαλύτερες αφηγήσεις, κατά την κρίση του ο καθένας. Και κάθε αφήγηση επικοινωνεί με την πραγματικότητα, ανακαλεί τον κόσμο της εμπειρίας, υπερασπίζεται τη δική της αλήθεια αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι η ίδια η αλήθεια. Είναι λάθος, ο έλεγχος της αξίας ή της αυθεντικότητάς της να γίνεται με κριτήρια αληθινής ζωής, μια ασυνείδητη αξίωση να λειτουργήσει το κείμενο ως μαρτυρία ή ντοκουμέντο. Όμως, κάθε αφήγηση, ακόμα και η πιο στεγνή μεταφορά ειδήσεων, δεν είναι ούτε αλήθεια ούτε ζωή. Είναι μυθοπλασία, δηλαδή μια συρραφή επιλεγμένων λέξεων και ως τέτοια δεν είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη. Είναι ο χώρος όπου το επινοημένο και το πραγματικό συγχωνεύονται οριστικά, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα που αναπόφευκτα θα χρειαστεί και νέα κριτήρια αξιολόγησης (διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να αξιολογήσουμε ανθρώπους, για παράδειγμα).
Πίσω από τις εκφράσεις "βαθυστόχαστες μπούρδες" ή "λόγια του αέρα" που ακούγονται συχνά ως επίκριση, υπάρχει ένα ηθικό αίτημα: να υψωθούν οι λέξεις σε τέτοιο επίπεδο νοήματος που να μην μπορεί κανείς να τις πετάξει από το βάθρο τους. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί είτε σε κείμενα εξ Αποκαλύψεως, είτε όταν κάποιος, που θεωρεί ότι ολοκλήρωσε τη βασική ανάγνωσή του στη ζωή, συναντά εκπεφρασμένες τις δικές του αλήθειες σε κείμενα τρίτων. Τότε όλα μοιάζουν ξεκάθαρα, τα λόγια παύουν να είναι κούφια καθώς γεμίζουν από το νόημα της κοινής εμπειρίας. Φοβάμαι όμως ότι έτσι διολισθαίνουμε σε μια οπτική χρησιμοθηρίας και αποτελεσματικότητας. Αληθές μοιάζει να είναι μόνο ό,τι συντονίζεται με μια προαποφασισμένη, στέρεη και πάντως προσωπική εκδοχή του νοήματος της ζωής. Μια άτυπη στράτευση στην ιδέα ότι η γλώσσα πρέπει να υπηρετεί συγκεκριμένα ιδανικά.(τα δικά μας) Εξ ου και η ανελέητη κριτική στους υπερρεαλιστές, κατεξοχήν υπερασπιστές των «λόγων του αέρα», από μια παρόμοια, άδικη θέση: σε τι χρησιμεύει αυτό που λέτε κύριε, σε τι κάνει τον κόσμο μας καλύτερο; Αγνοούσαν οι επικριτές τους, τις εμπειρικές προϋποθέσεις εκφοράς ενός τέτοιου λόγου, το αίτημα απελευθέρωσης της γλώσσας από τις χρησιμοθηρικές συμβάσεις που λέγαμε. Αλλά αυτές είναι παλιές ιστορίες.
Το να αναζητάς τους ομοίους σου, φυσικά δεν είναι κακό. Όλοι μας θέλουμε να συναντήσουμε πνευματικούς αδελφούς, να μοιραστούμε το κοινό βλέμμα. Κακό ίσως είναι ο έρωτάς μας για τον Παπαδιαμάντη να φράζει το δρόμο για τον Σκαρίμπα. Να θέτουμε τα κείμενα σε φανταστικές διενέξεις, να τα μετατρέπουμε σε οπαδούς και ιδεολογικούς αντιπάλους. Όχι ότι δεν είναι φορείς ιδεών τα κείμενα. Αλλά πρέπει να κρίνονται με βάση την εσωτερική τους συνέπεια, το ήθος της περιπλάνησής τους στη γλώσσα.
Δυστυχώς εμείς ούτε υπερρεαλιστές είμαστε ούτε Σκαρίμπας και Παπαδιαμάντης. Και άλλη σίγουρη αλήθεια για να την υπερασπιστούμε δεν έχουμε, αφού ενδεχομένως, αν τη διαθέταμε να μην χρειαζόταν πλέον και να γράφουμε. Προχωράμε έτσι ελλειμματικοί, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι κάθε γλωσσική μας απόπειρα, συχνότατα κούφια και ανερμάτιστη-αλλά όχι πάντα, διαγράφει μια αστεία πιρουέτα στο κενό. Ελπίζουμε ότι μερικές φορές, έχει ενδιαφέρον και πλάκα να τη χαζεύεις.
Πίσω από τις εκφράσεις "βαθυστόχαστες μπούρδες" ή "λόγια του αέρα" που ακούγονται συχνά ως επίκριση, υπάρχει ένα ηθικό αίτημα: να υψωθούν οι λέξεις σε τέτοιο επίπεδο νοήματος που να μην μπορεί κανείς να τις πετάξει από το βάθρο τους. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί είτε σε κείμενα εξ Αποκαλύψεως, είτε όταν κάποιος, που θεωρεί ότι ολοκλήρωσε τη βασική ανάγνωσή του στη ζωή, συναντά εκπεφρασμένες τις δικές του αλήθειες σε κείμενα τρίτων. Τότε όλα μοιάζουν ξεκάθαρα, τα λόγια παύουν να είναι κούφια καθώς γεμίζουν από το νόημα της κοινής εμπειρίας. Φοβάμαι όμως ότι έτσι διολισθαίνουμε σε μια οπτική χρησιμοθηρίας και αποτελεσματικότητας. Αληθές μοιάζει να είναι μόνο ό,τι συντονίζεται με μια προαποφασισμένη, στέρεη και πάντως προσωπική εκδοχή του νοήματος της ζωής. Μια άτυπη στράτευση στην ιδέα ότι η γλώσσα πρέπει να υπηρετεί συγκεκριμένα ιδανικά.(τα δικά μας) Εξ ου και η ανελέητη κριτική στους υπερρεαλιστές, κατεξοχήν υπερασπιστές των «λόγων του αέρα», από μια παρόμοια, άδικη θέση: σε τι χρησιμεύει αυτό που λέτε κύριε, σε τι κάνει τον κόσμο μας καλύτερο; Αγνοούσαν οι επικριτές τους, τις εμπειρικές προϋποθέσεις εκφοράς ενός τέτοιου λόγου, το αίτημα απελευθέρωσης της γλώσσας από τις χρησιμοθηρικές συμβάσεις που λέγαμε. Αλλά αυτές είναι παλιές ιστορίες.
Το να αναζητάς τους ομοίους σου, φυσικά δεν είναι κακό. Όλοι μας θέλουμε να συναντήσουμε πνευματικούς αδελφούς, να μοιραστούμε το κοινό βλέμμα. Κακό ίσως είναι ο έρωτάς μας για τον Παπαδιαμάντη να φράζει το δρόμο για τον Σκαρίμπα. Να θέτουμε τα κείμενα σε φανταστικές διενέξεις, να τα μετατρέπουμε σε οπαδούς και ιδεολογικούς αντιπάλους. Όχι ότι δεν είναι φορείς ιδεών τα κείμενα. Αλλά πρέπει να κρίνονται με βάση την εσωτερική τους συνέπεια, το ήθος της περιπλάνησής τους στη γλώσσα.
Δυστυχώς εμείς ούτε υπερρεαλιστές είμαστε ούτε Σκαρίμπας και Παπαδιαμάντης. Και άλλη σίγουρη αλήθεια για να την υπερασπιστούμε δεν έχουμε, αφού ενδεχομένως, αν τη διαθέταμε να μην χρειαζόταν πλέον και να γράφουμε. Προχωράμε έτσι ελλειμματικοί, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι κάθε γλωσσική μας απόπειρα, συχνότατα κούφια και ανερμάτιστη-αλλά όχι πάντα, διαγράφει μια αστεία πιρουέτα στο κενό. Ελπίζουμε ότι μερικές φορές, έχει ενδιαφέρον και πλάκα να τη χαζεύεις.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
20.2.05
Η πουτάνα
*
Τώρα μου χαλαρώνουν τη γραβάτα. Πρώτα έρχεται το άρωμα και ακολουθεί το χέρι της, ζεστό, πάνω στο στήθος μου· με φροντίζει σα σύζυγος. Βολεύω την πλάτη μου στο πεζοδρόμιο και προτού ολοκληρωθεί το περίγραμμά της στα υγρά μου μάτια, ήδη την αγαπώ. Το σκυμμένο κεφάλι της μου απευθύνεται από πολύ κοντά. Λέει:
-Μόνο αλκοόλ;
Δεν απαντάω. Ακούω τη μουσική της. Τα βελούδα της φωνής της.
-Χάπια; Kόκα; επιμένει.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Ακολουθώ μαγνητισμένος την κάθετη γραμμή του στήθους της μέσα από το πουκάμισο. Θέλω να πέσει ολόκληρη πάνω μου, να με σκεπάσει.
-Πώς είστε; Να πάμε σ’ ένα νοσοκομείο;
Καθώς μετακινείται με στραβώνουν τα φώτα του αυτοκινήτου της.
-Εντάξει είμαι, ψελλίζω. Ζαλίζομαι.
Τώρα προσπαθεί να με στήσει στο σκαλοπάτι. Ξέρω πως δεν έχω χρόνο και συνέρχο-μαι απότομα. Πρέπει στα επόμενα δευτερόλεπτα να την πείσω να μοιραστεί μαζί μου κάτι. Ίσως έναν έρωτα, γιατί όχι και το υπόλοιπο της ζωής της, σε μια καλύβα μπροστά στη θάλασσα.
-Ευτυχώς που βρεθήκατε εσείς, λέω με νόημα.
Έτσι σκέφτομαι, δεν το επιλέγω. Επιθυμώ τις γυναίκες παθολογικά.
-Αιμορραγείτε, κάνει ξαφνικά. Το πουκάμισό σας.
Την πιάνω μαλακά από τον καρπό και ψιθυρίζω:
-Με τραυμάτισε η αγάπη!
-Μα τι λέτε τώρα; Πρέπει να σας δει γιατρός.
-Γιατρός μου, είναι, πάλι η αγάπη. Κάνω ομοιοπαθητική.
-Αν θέλετε να πείτε εξυπνάδες, καλώς. Δεν με χρειάζεστε άλλο.
-Σε χρειάζομαι, της επιτίθεμαι με έναν ζεστό ενικό. Θέλω να δούμε μαζί μια ταινία.
-Τι ταινία; λέει σα χαμένη.
-Την ταινία της ζωής μας. Θα τη γυρίσουμε μαζί.
Ξέρω ότι αυτά τα κόλπα δεν πιάνουν ποτέ. Αλλά κανείς δεν μαθαίνει από τα λάθη του.
-Τώρα θα φύγεις, της λέω μελαγχολικά. Θα προσπεράσεις μια δυνατότητα.
Καθώς απομακρύνεται φωνάζει γελώντας:
-Μακάρι όλοι οι μεθυσμένοι να ’ταν ποιητές σαν εσένα.
Σκουπίζω το αίμα από τα χείλη μου. Ακούω το αυτοκίνητο να ξεκινά και μονολογώ:
-Όμως δεν με βοήθησε και πολύ η ποίηση. Η πουτάνα!
-Μόνο αλκοόλ;
Δεν απαντάω. Ακούω τη μουσική της. Τα βελούδα της φωνής της.
-Χάπια; Kόκα; επιμένει.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Ακολουθώ μαγνητισμένος την κάθετη γραμμή του στήθους της μέσα από το πουκάμισο. Θέλω να πέσει ολόκληρη πάνω μου, να με σκεπάσει.
-Πώς είστε; Να πάμε σ’ ένα νοσοκομείο;
Καθώς μετακινείται με στραβώνουν τα φώτα του αυτοκινήτου της.
-Εντάξει είμαι, ψελλίζω. Ζαλίζομαι.
Τώρα προσπαθεί να με στήσει στο σκαλοπάτι. Ξέρω πως δεν έχω χρόνο και συνέρχο-μαι απότομα. Πρέπει στα επόμενα δευτερόλεπτα να την πείσω να μοιραστεί μαζί μου κάτι. Ίσως έναν έρωτα, γιατί όχι και το υπόλοιπο της ζωής της, σε μια καλύβα μπροστά στη θάλασσα.
-Ευτυχώς που βρεθήκατε εσείς, λέω με νόημα.
Έτσι σκέφτομαι, δεν το επιλέγω. Επιθυμώ τις γυναίκες παθολογικά.
-Αιμορραγείτε, κάνει ξαφνικά. Το πουκάμισό σας.
Την πιάνω μαλακά από τον καρπό και ψιθυρίζω:
-Με τραυμάτισε η αγάπη!
-Μα τι λέτε τώρα; Πρέπει να σας δει γιατρός.
-Γιατρός μου, είναι, πάλι η αγάπη. Κάνω ομοιοπαθητική.
-Αν θέλετε να πείτε εξυπνάδες, καλώς. Δεν με χρειάζεστε άλλο.
-Σε χρειάζομαι, της επιτίθεμαι με έναν ζεστό ενικό. Θέλω να δούμε μαζί μια ταινία.
-Τι ταινία; λέει σα χαμένη.
-Την ταινία της ζωής μας. Θα τη γυρίσουμε μαζί.
Ξέρω ότι αυτά τα κόλπα δεν πιάνουν ποτέ. Αλλά κανείς δεν μαθαίνει από τα λάθη του.
-Τώρα θα φύγεις, της λέω μελαγχολικά. Θα προσπεράσεις μια δυνατότητα.
Καθώς απομακρύνεται φωνάζει γελώντας:
-Μακάρι όλοι οι μεθυσμένοι να ’ταν ποιητές σαν εσένα.
Σκουπίζω το αίμα από τα χείλη μου. Ακούω το αυτοκίνητο να ξεκινά και μονολογώ:
-Όμως δεν με βοήθησε και πολύ η ποίηση. Η πουτάνα!