<$BlogRSDUrl$>

14.12.03

Μοναξιές. 

Η γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι με στρίμωξε τις προάλλες στην κουζίνα: «Να παντρευτείς, αγόρι μου. Τα άτιμα τα χρόνια φεύγουν σαν πυρετός-να παντρευτείς, να ’χεις έναν άνθρωπο να σε προσέχει, να κάνεις οικογένεια, να ακουστεί κλάμα εδώ μέσα…»
Την άκουγα και σκεφτόμουν ότι, δόξα τω Θεώ, έχουν ακουστεί πολλά κλάματα στο έρμο μου. Τώρα βέβαια ακούγονται soulful δίσκοι, αδιάφορα τηλεφωνήματα, πού και πού κανένα χάχανο και αργά τη νύχτα ο βόμβος της τηλεόρασης- αλλά κι αυτά ένα είδος θρήνου είναι.
Της είπα να μου φτιάξει λαχανοντολμάδες και βγήκα. Ήταν ένα γλυκό απόγευμα. Οι δρόμοι έβραζαν και χάζεψα τα ζευγάρια. Άλλα σέρνονταν κουρασμένα με μια ήσυχη απόγνωση στο πρόσωπο, άλλα ήταν ναρκωμένα από την αγάπη-φιλιόντουσαν και έσφιγγαν το μπράτσο του φίλου τους, σαν άνθρωποι που πιάνονται από έπιπλα για να μην πέσουν, σε ώρα θαλασσοταραχής.
Κοίταζα τις φωτισμένες βιτρίνες-αμέριμνος και μόνος-και σκεφτόμουν τα παλιά. Τις οικογένειες-στρατούς στη γειτονιά μου-ένα ιλιγγιώδες πλέγμα από συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, καλοκαίρια, απομεσήμερα και μπάνια-σαν γαλλικό μυθιστόρημα! Και τη δική μου οικογένεια, που από τη στιγμή που φτιάχτηκε προσπαθούσε να διαλυθεί.
Και τελικά, διέλυσε εμένα.
Εννοώ μ’ έκανε να αγαπήσω τη μοναξιά μ’ ένα πείσμα αδιάλυτο στα χρόνια. Και να εξιδανικεύσω, σε βαθμό απαγορευτικό, έναν θεσμό που ούτως ή άλλως είναι αντιδημοφιλής στις μέρες μας. Το θεσμό της οικογένειας.
Βλέπω και τους φίλους μου! Οι περισσότεροι (σαν σκόνη από τα eighties) σαν κάτι να πενθούν-μια ατελή αγάπη, ένα διαταραγμένο θυμικό, ένα καουμπόικο dna, τα χαμένα τους μαλλιά, το γεγονός ότι κάποτε υπήρξαν ευτυχισμένοι….- παράξενα πράγματα!
Τους βλέπω κλεισμένους στα hi-tech bunkers τους-να βηματίζουν από το βίντεο στο cd κι από το cd στο βίντεο, προφυλαγμένοι δήθεν από τις εχθροπραξίες του έρωτα, από το πληκτικό σεξ του γάμου, από τη συμβατική στοργή των συζύγων. Σκλάβοι κάποιας μνησικακίας, σκαλωμένοι σε κάποιο χαλασμένο γονίδιο-κατά βάθος αρνούνται τη συνθήκη του γάμου, επειδή είναι εγωιστές και καλοπερασάκηδες, επειδή δεν πιστεύουν σε τίποτε πέρα από τον εαυτό τους.
Ανήκω σ’ αυτούς-όπως άλλωστε ανήκουν όλο και περισσότεροι. Προχθές διάβαζα στον Economist ότι το 55% των παιδιών στη Σουηδία γεννιούνται από ανύπαντρες μητέρες και το 25% των οικογενειών στις ΗΠΑ, έχει μόνο έναν γονέα. Όλο και περισσότερα ζευγάρια συγκατοικούν χωρίς γάμο ή κάνουν παιδιά χωρίς καν να συγκατοικούν. Φαίνεται σαν η οικογένεια να έχει γίνει φύλο και φτερό-όλο και και περισσότερο να μοιάζει με φευγαλέα συνάντηση για ψώνια και κάνα παιδί.

Αυτό, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Βλέπω π.χ. πόσο αυτοματικά μεταμορφώνονται σε συζύγους μερικές φίλες που μου κάνουν το τραπέζι. Όταν μεθάνε τα tough guys, μου μιλάνε (αφού εξαντλήσουν τη μεταφυσική των οπών) για εξοχικά που θέλουν να χτίσουν, για παιδιά που θέλουν να κάνουν, για τη βαρεμάρα της πολυτελούς τους μοναξιάς. Πανέξυπνες γυναίκες που έχουν μετρήσει τη ζωή τους με το κουταλάκι της πρέζας μιλάνε, στο πρώτο μπουκάλι, σαν ρομαντικές ηρωίδες-κι εγώ πιάνω τον εαυτό μου στο δρόμο να ζηλεύει τον άντρα που σκύβει γελώντας στη βιτρίνα, με τη γυναίκα του στο μπράτσο και το παιδί του στην αγκαλιά-ένας κρίκος κλειστός, αρχαίος, αυτάρκης.
Τι τρέχει; Είναι καλή η μοναξιά ή όλοι ζούμε εντός του βίπερ Νόρα μας;
Θα σας πουν πολλές θεωρίες, για τη γοητεία των εργένηδων, την ανεξαρτησία της ανύπαντρης μητέρας, τον ηδονισμό και τη δημιουργικότητα των gay και των ελεύθερων σκοπευτών. Ακούστε κι εμένα. Όλες αυτές οι στρατιές από μοναχικούς που αυξάνουν, όλες αυτές οι στοίβες από μονά σεντόνια και σπουδαίες επιδόσεις, τα ξημερωμένα night clubbings και τα εύκαιρα προφυλακτικά,- όλα αυτά είναι επιδόσεις σκορπισμένες και μάταιες γιατί δεν απευθύνονται πουθενά συγκεκριμένα. Και οι εργένηδες (όσο γλεντζέδες κι αν φαίνονται) είναι κατά βάθος ρομαντικοί μέχρις εξουθενώσεως, οι τελευταίοι πιστοί του ιδανικού έρωτα, οι τελευταίοι νοσταλγοί του τέλειου γάμου!
Είναι επίσης, losers-χαμένοι από χέρι. Όσο κι αν αυτογοητεύονται από τον maudit ηρωισμό της ανεξαρτησίας τους, όσο κι αν κάνει νόστιμο το κρέας τους η ελευθέρα βοσκή τους-μένουν επαναληπτικά εκτός νυμφώνος, αφού σαν μωρές παρθένες σπατάλησαν το λάδι τους σε άχρηστες φαντασμαγορίες.
Ξέρω τους μύθους που κυκλοφορούν γι’ αυτούς. Αφορούν όμως περισσότερο τη διαφημιστική εικόνα τους, παρά την πραγματικότητά τους. Τα εργένικα δωμάτια συνήθως δεν μυρίζουν Egoiste, αλλά κλεισούρα-και δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από έναν μαντράχαλο που φτιάχνει ομελέτα για βραδινό. Η μοίρα του είναι ήδη προγραμμένη: Σαν τον εξάδελφο Πονς, κάποια μέρα θα χαρίσει όλους τους θησαυρούς, για ένα πιάτο σπιτική σούπα.

Με αυτές τις σκέψεις γύρισα στο σπίτι- μέσα από τον πολτό του ευτυχισμένου πλήθους. Η γυναίκα είχε φύγει, έβαλα ένα ποτό και άρχισα να ψάχνω υπολείμματα μηνυμάτων, το σχήμα της γάτας στο μισοσκόταδο, την ανάμνηση των ανθρώπων που πέρασαν απ’ αυτά τα δωμάτια, μέχρι που οι «υποθέσεις» μου άρχισαν να μπερδεύονται με μισοειδωμένα πρόσωπα και αναμνήσεις- να με τυφλώνουν με το φως τους τα καλοκαίρια σαν μυθιστορήματα, με το τεράστιο οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι του παππού.
Μέχρι πρότινος ήμουν απόλυτος με τη νοσταλγία. Τη σιχαινόμουνα! Ζούσα , υποτίθεται, μονάχα στο παρόν και πόνταρα όλα τα υπάρχοντά μου στην εργασία μου (που φυσικά αγαπώ!), στα επιφωνήματα των ανθρώπων που με συναντάνε, στο κοσμικό αντίτιμο που –αν θέλω- εισπράττω.
Αλλά καθώς περνούν τα άτιμα τα χρόνια (έχει δίκιο η κυρία Νίκη), καθώς περνάει η ώρα και πέφτει η νύχτα (σαν δέσμη από αλκοολικά τριαντάφυλλα!) καταλαβαίνω ότι το περίφημο «παρόν» μου είναι διάστικτο από βιοτικές αυταπάτες και ότι η νοσταλγία μου περιέχει εκείνα ακριβώς τα πράγματα που δεν τόλμησα να διεκδικήσω, μια ζωή. Πράγματα τετριμμένα και παλιομοδίτικα- σαν το γάμο, το μονοπώλιο ενός ανθρώπου, την «ολοκληρωτική» κι «αιώνια» κατοχή ενός σώματος, το «τραπέζι» ένα μεσημέρι καλοκαιριού στον κήπο.
Καταλαβαίνω τι εννοεί η γυναίκα όταν λέει ότι ο χρόνος φεύγει σαν πυρετός-βάζω φαΐ στη γάτα και σκέφτομαι : «θα βρω τη θέση μου στον κόσμο μόνο όταν βρω κάποιον να τον προσέχω».
Η γάτα γουργουρίζει και η ουρά της τυλίγει το πόδι μου σαν μαντικός κισσός.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, από το βιβλίο στον Κάκτο : Μοναξιές,
κείμενα δημοσιευμένα στην Ελευθεροτυπία


This page is powered by Blogger. Isn't yours?