<$BlogRSDUrl$>

4.4.08

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού (27-01-2005) 


Μετά την εξαφάνιση παραδοσιακών επαγγελμάτων όπως ο μυλωνάς και η μυλωνού, τη θέση τους καταλαμβάνουν, συν τω χρόνω, νέες, πρωτότυπες ενασχολήσεις, όπως αυτή του μπλογκερά και της μπλογκερούς, μια ακόμα ένδειξη των ταχύτατων αλλαγών που συντελούνται αθόρυβα στην ελληνική κοινωνία, αλλοιώνοντας δραματικά τον παραδοσιακό χαρακτήρα της.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού είναι όντα μονήρη, καλωδιωμένα, αυτοαναφορικά, ημιμαθή, προοδευτικά, γλωσσομαθή, ευαίσθητα, με αυξημένη εκτίμηση στην κρίση τους και στις προσωπικές τους εμπειρίες, τις οποίες και επεξεργάζονται εξαντλητικά, προετοιμάζοντας το επόμενο post. Μπορεί να μην έχουν παντελόνι να φορέσουν, έχουν όμως πληκτρολόγιο. Και είναι φουλ από ιδέες.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού δεν έχουν πατέρα, μάνα, συγγενείς, φίλους, εραστές, με την έννοια ότι τα περισσότερα απ’ αυτά τα πρόσωπα τα υποκαθιστά θαυμάσια το ίδιο το blog και οι σχέσεις που αναπτύσσει ο ιδιοκτήτης με το συνάφι του.
Ως χαρακτηριστικό αυτής της περίπτωσης υποκατάστασης, μπορούμε να αναφέρουμε πρόχειρα το γεγονός ότι, όταν ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού γιορτάζουν, δεν ενδιαφέρονται τόσο αν τους θυμήθηκε η ίδια τους η μάνα όσο το αν πέρασε να τους ευχηθεί ο talos ή ο kukuzelis, το λεγόμενο βαρύ πυροβολικό των blog, οι ευχές των οποίων προσδίδουν άλλη αίγλη στα σχόλια· εμπεδώνεται, έτσι, ο ιδιοκτήτης τους στο συλλογικό ασυνείδητο της μπλογκόσφαιρας ως «εκλεκτός» ή «κεχρισμένος» από την «παλιοσειρά», κάποιου τύπου πιστοποιητικό εγκυρότητας των γραφομένων του.

Είναι σαφές ότι ο μπλο κι η μπλου, έχουν ως αποκλειστική ενασχόληση την ανελέητη κριτική της επικαιρότητας, με ταυτόχρονο σχολιασμό του Παντός. Εστιάζουν κυρίως στο τηλεοπτικό ή ευρύτερα δημοσιογραφικό τοπίο, αλιεύοντας μαργαριτάρια δεξιά κι αριστερά, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία και δευτερευόντως ο πολιτικός κόσμος δέχονται καθημερινά την διεισδυτική, ενδελεχή κριτική τους. Δεν τους ξεφεύγει ασχολίαστη, αποστροφή του αρχιεπισκόπου ή εκφραστικό ολίσθημα του πατρός Επιφάνειου.

Και ενώ ο καθημερινός άνθρωπος ζει τη ζωή του απλά, αγοράζει μια τυρόπιτα, διαβάζει μια εφημερίδα στο περίπτερο και χαζεύει τα φύλλα των δέντρων να πέφτουν, ο μπλο κι η μπλου καιροφυλακτούν, διαβλέποντας πίσω από κάθε ασήμαντο γεγονός ένα πιθανό post. Είναι, κατά μία έννοια, οι παπαράτσι του αοράτου*. Η παρατηρητικότητά τους οξύνεται σταθερά. Θα γράψω για τα φύλλα που πέφτουν, αναφωνεί ξαφνικά.(μέσα του)

Στήνεται αργότερα στην οθόνη και ξεκινά:
«Σήμερα χάζευα τα φύλλα να πέφτουν.»

Δεν του αρέσει. Το ξαναγράφει με απλότητα και ζωντάνια:
«Τόσα φύλλα στη μέση του δρόμου, ρε γαμώτο. Το καλοκαίρι ξεψυχά!»

Δεν του αρέσει. Αλλάζει κατεύθυνση:
«Έξι μήνες είναι πια ο Κωστάκης μας στην εξουσία και τα φύλλα στους δρόμους δεν αξιώθηκε να τα μαζέψει. Η Ντόρα κοιτάζει πότε πότε από το παράθυρο ή κάθεται κλεισμένη στον πύργο της;»

Ούτε έτσι του αρέσει. Καταφεύγει στους Doors.

Summer almost gone
Summer almost gone
Where will we be
When the summer’s gone?

Αυτό είναι, λέει τελικά και το στέλνει με καμάρι. Ύστερα φυλάει καραούλι. "Λες να αρέσει;" αναρωτιέται, Περιμένει σαν ινδιάνος. Ανά τέταρτο ανοίγει και κοιτάει. Κάποια στιγμή βλέπει: Σχόλια 5. "Ω ρε μάνα μου, αρέσει!" σκέφτεται. Ύστερα μονολογεί: "γαμώτο, τα τρία είναι του ίδιου που τα θυμήθηκε ένα ένα, το άλλο είναι του κολλητού μου που πάντα με σχολιάζει. Σκατά. Τίποτα δεν έχω. Δεν αρέσει!".

Ύστερα τρέχει να δει τι γράψανε άλλοι μπλο και μπλου. Διαβάζει σε τίτλους:
Η Δόμνα Σαμίου και το τέλος του καλοκαιριού.
κι από κάτω: σχόλια 24.
«Ω ρε μάνα μου, τι γίνεται εδώ μέσα;» σκέφτεται πικραμένος, η.

*


Είναι απορίας άξιο πώς οι μπλο και μπλου βγάζουν το ψωμί τους, καθώς ζουν και αναπνέουν μόνο για να μελετούν τα blog των άλλων, να ακολουθούν τις παραπομπές τους, να εμβαθύνουν, να σχολιάζουν, να διαβάζουν απαντήσεις στα δικά τους σχόλια ή σε σχόλια τρίτων, που με τη σειρά τους σχολιάζουν άλλα σχόλια, άλλων μπλογκεράδων. Γενικά οι μπλο και μπλου σχολιάζουν ό,τι περάσει από τα μάτια τους γιατί στόχος τους είναι ακριβώς αυτό: να αυξηθεί ο όγκος της φλυαρίας στο δίκτυο.

Είναι σίγουρο ότι εργάζονται κάπου (ή είναι φοιτητές), αλλά αφενός βρίσκονται πάντα δίπλα σε ανοιχτό υπολογιστή ώστε να ελέγχουν ανά μισάωρο την ανταπόκριση και αφετέρου δεν φαίνεται να κατέχουν θέσεις υψηλής ευθύνης. Αν τύχει δε και απομακρυνθούν από την αγαπημένη τους οθόνη (λόγω μιας σύντομης εκδρομής πι χι), αναπτύσσουν έντονα στερητικά σύνδρομα. Περπατώντας στο βουνό και ενώ η παρέα ψάχνει για ταβέρνα με ξυλόσομπα, εκείνοι αναρωτιούνται μυστικά: «ο ήλιος πάει να δύσει, πόσα σχόλια να έχω άραγε;»

Υπάρχει και η κατηγορία του μπλογκερά-μέρμηγκα. (Μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί η κατηγορία μπλογκερού-μυρμήγκω.) Είναι ο ακούραστος χειρούργος του δικτύου, ο οποίος δουλεύει κυρίως με το ηλεκτρονικό τοπίο σε βαθμό εξαντλητικό. Ο αναγνώστης των blog αυτών καλείται να κατεβάσει ημερησίως ένα (διασκεδαστικό) MP3, να διαβάσει πέντε, δέκα, είκοσι, ξενόγλωσσα πολιτικά άρθρα για την πετρελαϊκή κρίση στην παγκόσμια αγορά, ή να φορτώσει ένα (διασκεδαστικό) παιχνίδι σε εννιά, μόλις, λεπτά. Ανοίγοντας τα σχόλια αυτών των blog, ενδέχεται να βρεθείς εν μέσω πυρών σχετικά με τη στάση των ελλήνων ιεραποστόλων στην Αφρική στο ύστερο Βυζάντιο- εννέα στις δέκα φορές καταλαμβάνεσαι από τον πανικό της αμάθειας.

Από εκεί και πέρα συναντά κανείς καταχωρίσεις υψηλής βιρτουοζιτέ. Ανακαλύπτουμε εδώ κι εκεί ανέκδοτες ποιητικές συλλογές ή συλλογές διηγημάτων (αλλά και νουβέλα, δοκίμιο, χρονογράφημα, ευθυμογράφημα), εκλαϊκευμένη φιλοσοφία, ψυχανάλυση για αρχαρίους, επιστημοσύνη, πολιτικό μανιφέστο, οικονομική ανάλυση και πολύ, πάρα πολύ linux. Υπερτερεί, σαφώς όμως, ο προσωπικός αναστοχασμός των πεπραγμένων της ζωής, ένα λεπτό άρωμα νοσταλγίας που επικάθεται πάνω στα post, μετατρέποντας το blog σε ένα σεντούκι με παλιές δαντέλες.

Τι τα θες, τι τα γυρεύεις. Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού, είναι κι αυτοί πλάσματα ευάλωτα, που αντί για πένα και στυπόχαρτο διαθέτουν έναν πιο σύγχρονο τρόπο να φωνάζουν καθημερινά πόσο πολύ θέλουν οι άλλοι να τους αγαπούν.

Και με αυτόν τον ωραίο συναισθηματικό τόνο, με αυτή την ξαφνική ανατροπή της διάθεσης, λέω να κλείσω την απεραντολογία μου περί μπλο και μπλου, αφού κι εγώ αποτελώ κομμάτι της ίδιας κουλτούρας, σάρκα από τη σάρκα της και δεν είναι ούτε ηθικά σωστό ούτε ωφέλιμο να παίρνω αποστάσεις.

Γι αυτό, υπομονετικέ αναγνώστη μου, και ως εξιλέωση, έγραψα ένα ποίημα που καταφεύγει σε κλασικές, μελό ευκολίες, ώστε να φανεί ξεκάθαρα πόσο ο ψύχραιμος συντάκτης του κειμένου που μόλις διάβασες, δεν είναι παρά ένα απλό, καθημερινό παιδί, γεμάτο κλισέ ευαισθησίες και πασέ στιχουργική. Κι έτσι φτάνουμε και πάλι στην ανάγκη μας για αγάπη, που λέγαμε, ας μη γινόμαστε κουραστικοί.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
κάτι δραπέτες του εαυτού,
μες την οθόνη του μυαλού τους
γράφουν τραγούδια του καϋμού τους.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
σκόνη και πάθος του ουρανού,
μικρό παιδί που χάθηκε
βαρκούλα που ξεχάστηκε

και πλέει μισοπέλαγα, δίχως κουπιά,
στα πέρατα
του κόσμου μας που γέρασε
ζωής που μας προσπέρασε.

*

Άντε. Τα μαντηλάκια σας, και για ύπνο τώρα, tough bloggers!

----
* Διασκευή φράσης του Τζ.Μ.Κούτσι, από το βιβλίο του Ελίζαμπεθ Κοστέλο:
" Είμαι συγγραφέας και αυτά που γράφω είναι αυτά που ακούω. Είμαι μια γραμματέας του αοράτου..."

(27-01-2005)

26.4.05

A day in life 

----
Κάθεται ύστερα και γράφει την πρώτη έκθεση: "Τα πάντα εν σοφία εποίησε, ός εποίησε. Έγινε πολύ καλή δουλειά! Αυτή η ατέλεια των ανθρώπων, αυτή η ασυνέπεια και η ελλειματικότητα, τους κάνει πολύ νόστιμους και δημιουργικούς. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ημέρα στη ζωή. Πολλά χρώματα, πολλά κόκκινα αυτοκίνητα, πολύς πυρετός το Σαββατόβραδο. Και πολλά δάκρυα για κάτι όμορφα, σκληρά κορίτσια. Ευτυχώς, γλυκά δάκρυα κι αυτά. Διότι, τελικά (κι εδώ κλείνει με κάπως λόγιο τρόπο) ως χαρίεν ο άνθρωπος, αρκεί να είναι ο εαυτός του. Καμία διόρθωση δεν επιβάλλεται, κανένα λάθος δεν ανιχνεύεται στη δημιουργία, πλην ενός: το εγκλώβισες, άγνωστε δημιουργέ μου, το συμπαθές σου ον, δεν του επέτρεψες να μπαινοβγαίνει".

*


Καθότι μετά ξυπνάς, πας στη δουλειά, κάθεσαι στο παγκάκι, περιπλανιέσαι στο βουνό, κάνεις μπάνιο στον καταρράκτη, γράφεις στον υπολογιστή, περιμένεις στην ουρά, οδηγείς το κόκκινο αυτοκίνητο. Και ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν πας, ένας προβολέας, διαρκώς στραμμένος πάνω σου, σε ακολουθεί. Ακόμα και στα διαλείμματα του ύπνου διατηρείς τη συνείδησή του, το δυνατό φως της ζωής πάνω στα κλειστά σου βλέφαρα. Το a day in life, γίνεται another day in life. Και δεν υπάρχει σημείο να κρυφτείς, τόπος να ξεκουραστείς από το βλέμμα της ζωής, απ’ αυτό το ορθάνοιχτο μάτι που σε παρατηρεί. Ζω, ξαφνικά σημαίνει είμαι καταναγκασμένος να ζω – τα είπανε άλλοι αυτά, καλύτερα από μένα. Πολύ ωραία το λέει και ο φίλος Κώστας, στον Αντίπαλο, το τελευταίο του βιβλίο: Όσο και να τρέξεις, η ζωή θα σε προλάβει.

Ο καταναγκασμός προκύπτει από το συνεχές, το αδιάπτωτο ζην. Δεν μπορείς να διακόψεις για κατούρημα, να κάνεις μια βόλτα, να ανασυνταχτείς, να εκτιμήσεις, να δεις τι έχει πέρα απ’ το φράχτη, πού οδηγεί αυτό το μονοπάτι, τι αέρας φυσάει πίσω απ’ το λόφο και να επιστρέψεις· αντίθετα, οφείλεις να είσαι συνεχώς στην αίθουσα, να κάθεσαι στο πρώτο θρανίο και να προσέχεις τον δάσκαλο. Σου επιτρέπονται μόνο εικασίες για τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Κάποια στιγμή τολμάς να ρωτήσεις:
-Δάσκαλε, να βγω για τσιγάρο;
-Τρελός είσαι; απαντά. Έξω από εδώ βρίσκεται ο θάνατος. Θα κάτσεις στο θρανίο και θα γράψεις την έκθεσή σου.
-Με τι θέμα δάσκαλε;
-«Εμείς και ο θάνατος», φυσικά.

Από αυτό το μικρό θρανίο οφείλεις να αποκτήσεις ιδέα για το Όλον.

*


Γίνεται; Δεν ξέρω, μπορεί και να γίνεται. Διαβάζω πάντως τις ερμηνείες για το Όλον, ως εκθέσεις ιδεών από το πρώτο θρανίο. Όλες είναι πολύ καλές.

Συγκεκριμένα, μ’ αρέσουν όσες δηλώνουν ευθαρσώς την αθεΐα του συντάκτη τους.
Διαβάζω από την υποθετική έκθεση ενός:

«Σε βλέπω να λυπάσαι, να γελάς, να οργίζεσαι, να θαυμάζεις, να εξίστασαι, να ερωτεύεσαι, να κλαις, να απαγγέλλεις ποιήματα. Βιώνεις τα γεγονότα ως συγκλονισμούς της ύπαρξης. Καλά κάνεις άνθρωπέ μου, αλλά να ξέρεις ότι με όλο αυτόν το θόρυβο αναδιατάσσεις απλώς τα μόρια της αστρικής σκόνης και ενδέχεται σε κάτι τρισεκατομμύρια έτη φωτός το λυπημένο τραγούδι σου να δημιουργήσει καμιά σύντομη κοσμική βροχή –αν δεχτούμε τις θεωρίες της μόδας με τις πεταλούδες. Κι ενώ, δεύτερη ζωή δεν έχει, εσύ θα φας τα ωραία σου χρονάκια πενθώντας!»

Μ’ αρέσει, γιατί θέλει θάρρος η αντιπαράθεση με τους ατελείωτες αιώνες του θρησκευτικού καταναγκασμού. Ένα ποσοστό φόβου μας έχει μείνει ακόμα, δεν διαπραγματευόμαστε το ερώτημα σε παρθένο έδαφος. Πάντως, ένας αγαπημένος ρώσος φιλόσοφος, ο Μπερντιάγεφ, λέει διάφορα παρήγορα. Η εξέγερση, λέει, απέναντι σ’ αυτόν τον Θεό που γνωρίσαμε είναι επιβεβλημένη πράξη. Ξεσηκώνεται ο ευαίσθητος, ο πάσχων άνθρωπος στο όνομα μιας βαθύτερης αντίληψης θειότητας. Και η πάσχουσα αθεΐα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παραλλαγή της θρησκευτικότητας.

Μ’ αρέσουν όμως κι όσοι συντάκτες δηλώνουν ένθεοι, πιστοί. Διαβάζω από την υποθετική έκθεση ενός:

«Μην ανησυχείτε. Πολύ σύντομα, πιστοί και άπιστοι, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, μαρξισταί και φιλελεύθεροι, σαρτρικοί και κιρκεγκαρόβιοι, διεθνισταί και εθνοσωτήρες, φρικιά και καρέκλες, πλούσιοι και πένητες, μετ΄αλλήλων θα χορεύσομεν. Πού θα πάει, θα μαλακώσει η ύλη και τα διεστώτα θα επανασυγκολληθούν…Να ζήσουμε όσο καιρό μας επιτρέψει ο Κύριος, προετοιμαζόμενοι για την πυκνή και συνεχή ανταλλαγή ασπασμών, μετέπειτα»*

Μ’ αρέσει γιατί θέλει θάρρος και η αντιπαράθεση με την απάθεια, με τη γενική ροπή της μάζας να κρατηθεί από το DOLCE & CABANA της, από το ψευτο-τρέντυ κλίμα. Είναι δύσκολο να αντιστέκεσαι στην απιστία σου (που λέει κι ο Γιανναράς) ή να κυκλοφορείς ξυπόλητος και γυμνός, κόντρα σ’ έναν θρησκευτικό, εξασφαλισμένο, κουστουμαρισμένο τύπο ανθρώπου.
Όσο να ναι, θέλει δύναμη και η Ποιητική της αγάπης.


*



Μ’ αρέσουν, τέλος, κι όσοι μπροστά στο άδειο τους χαρτί δεν ξέρουν τι να γράψουν. Μασάνε το μολύβι τους, κοιτάνε τον διπλανό τους, ξεκινάνε, σβήνουν και ξαναρχίζουν.

Ε, κάπου εκεί θα βρεις κι εμάς, αδερφέ μου. Μας έπιασες να μασάμε πάλι το μολύβι μας, λοξοκοιτώντας δεξιά κι αριστερά, μέρες που είναι.



Καλή μεγαλοβδομάδα σε όλους.

---------
*
Το κείμενο του "πιστού" είναι συρραφή του κατηχητικού λόγου του Ιωάννου Χρυσοστόμου και λόγων του Ν.Γ.Πεντζίκη, μαζί με δικά μου κατορθώματα.

12.3.05

Καλούμπες 

*

Πάντως, για να επιστρέψουμε, παρόμοια τάση απόδρασης από το μασκαρεμένο παρόν μας έχουν οι περισσότεροι. Αν εξαιρέσεις τις γελοιότητες των πρωϊνάδικων και τις αμήχανες φιέστες των δήμων με τάργκετ γκρουπ τους παππούδες με τα εγγονάκια τους, η γιορτή είναι πολλαπλώς ξεπερασμένη. Και ενοχλητική. Για παράδειγμα, βαδίζεις αμέριμνος προς το περίπτερο για τσιγάρα. Εκεί σε σταματάει ο γορίλας. Ρίχνεις ένα βεβιασμένο και ελεήμον χε χε, μπας και τον ξεφορτωθείς. Ο γορίλας επιμένει μορφάζοντας χρουμφ χρουμφ. Εσύ, πάλι χε χε. Εκείνος αρχίζει να γκαζώνει σε χσσρουουμφφφ αγκρρρρρ!. Αρχίζεις πλέον να ιδρώνεις από την αμηχανία. Ποιος είσαι βρε; του λες. Κι αυτός, σε έκρηξη βλακείας σου επιτίθεται, ουρλιάζοντας διάφορα ακατάληπτα. (Ίσως να έχει δίκιο τελικά ο Καλλίνικος – άλλο ζήτημα αυτό)

Διαβάζω, επίσης, για την Αθήνα των αρχών του αιώνα, όπου το κέφι και η συμμετοχή των ανθρώπων στα δρώμενα ήταν-υποτίθεται- μαζική και αυθεντική. Περιγράφονται αυτοσχέδιοι καρνάβαλοι, άρματα, χορός και τραγούδι μια κοινωνίας πιο ναΐφ και σίγουρα με λιγότερες παραστάσεις από τη δική μας. Το καρναβάλι ως θέατρο δρόμου αποτελούσε μοναδική ευκαιρία διονυσιασμού και έκστασης. Μιλάω για την αστική προσέγγιση στο ζήτημα και όχι για τα παραδοσιακά, τοπικά δρώμενα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της διαίρεσης του χρόνου με άξονα τα εκκλησιαστικά γεγονότα, - αν και η αποκριά και ο παγανισμός της επέζησαν συνδεόμενα με τις τελετές καρποφορίας της γης, γνωστά πράγματα.

Σίγουρο όμως είναι ότι ο σημερινός καναπεδάναξ του άστεως δεν έχει πολλή σχέση με τον προπάππου του. Δεν βγαίνει την Τσικνοπέμπτη να φάει κρέας γιατί θα το στερηθεί την επομένη. Δεν τρέχει στο Luv απόψε γιατί ξημερώνοντας ο Μιχάλης Δ. θα κλειστεί στο μοναστήρι. Ούτε ξορκίζει το σεξ με γαμοτράγουδα, γιατί ακολουθούν σαράντα ημέρες κομποσκίνι και προσευχή. Ο σημερινός άνθρωπος παρακολουθεί τη ζωή του σαν την ταινία κάποιου άλλου, περιμένοντας υπομονετικά να συμπληρώσει στις έτοιμες, άδειες φόρμες ζωής που του δίνονται, τον προσωπικό του κωδικό.

(πολύ οργουελικό ακούστηκε αυτό, τέλος πάντων το αφήνω γιατί είναι εφετζίδικο)

Προτείνω λοιπόν να εγκαταλείψουμε σιγά σιγά τα πολύπλοκα έθιμα με τις πολλές σκηνοθεσίες και να διατηρήσουμε ό,τι μας βολεύει. Την ταπεινή, για παράδειγμα, λαγάνα με ελίτσες, την ταραμοσαλάτα ΒΕΜ που είναι ανώτερη και από της μαμάς, συν τον υπέροχο, μοναδικό, αξεπέραστο χαρταετό, πηγή χαράς για μικρούς και μεγάλους, αισθητική αποθέωση της κόλλας γλασέ, των καλαμιών και της καλούμπας.(στα πουρνάρια τυλίγονται κάθε χρόνο χιλιόμετρα απ’ αυτόν τον καφετί σπάγγο που μυρίζει τσουβάλι και χαράζει τα ευαίσθητα χεράκια)

Καλές πτήσεις μπλο και μπλου. Βάλτε πάνω στον αετό σας και το όνομα του blog σας ώστε να αναγνωριστούμε!




.

23.2.05

Βαθυστόχαστες μπούρδες 

*

Γράφουμε λοιπόν δημόσια. Φτιάχνουμε κείμενα, μικρότερες ή μεγαλύτερες αφηγήσεις, κατά την κρίση του ο καθένας. Και κάθε αφήγηση επικοινωνεί με την πραγματικότητα, ανακαλεί τον κόσμο της εμπειρίας, υπερασπίζεται τη δική της αλήθεια αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι η ίδια η αλήθεια. Είναι λάθος, ο έλεγχος της αξίας ή της αυθεντικότητάς της να γίνεται με κριτήρια αληθινής ζωής, μια ασυνείδητη αξίωση να λειτουργήσει το κείμενο ως μαρτυρία ή ντοκουμέντο. Όμως, κάθε αφήγηση, ακόμα και η πιο στεγνή μεταφορά ειδήσεων, δεν είναι ούτε αλήθεια ούτε ζωή. Είναι μυθοπλασία, δηλαδή μια συρραφή επιλεγμένων λέξεων και ως τέτοια δεν είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη. Είναι ο χώρος όπου το επινοημένο και το πραγματικό συγχωνεύονται οριστικά, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα που αναπόφευκτα θα χρειαστεί και νέα κριτήρια αξιολόγησης (διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να αξιολογήσουμε ανθρώπους, για παράδειγμα).

Πίσω από τις εκφράσεις "βαθυστόχαστες μπούρδες" ή "λόγια του αέρα" που ακούγονται συχνά ως επίκριση, υπάρχει ένα ηθικό αίτημα: να υψωθούν οι λέξεις σε τέτοιο επίπεδο νοήματος που να μην μπορεί κανείς να τις πετάξει από το βάθρο τους. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί είτε σε κείμενα εξ Αποκαλύψεως, είτε όταν κάποιος, που θεωρεί ότι ολοκλήρωσε τη βασική ανάγνωσή του στη ζωή, συναντά εκπεφρασμένες τις δικές του αλήθειες σε κείμενα τρίτων. Τότε όλα μοιάζουν ξεκάθαρα, τα λόγια παύουν να είναι κούφια καθώς γεμίζουν από το νόημα της κοινής εμπειρίας. Φοβάμαι όμως ότι έτσι διολισθαίνουμε σε μια οπτική χρησιμοθηρίας και αποτελεσματικότητας. Αληθές μοιάζει να είναι μόνο ό,τι συντονίζεται με μια προαποφασισμένη, στέρεη και πάντως προσωπική εκδοχή του νοήματος της ζωής. Μια άτυπη στράτευση στην ιδέα ότι η γλώσσα πρέπει να υπηρετεί συγκεκριμένα ιδανικά.(τα δικά μας) Εξ ου και η ανελέητη κριτική στους υπερρεαλιστές, κατεξοχήν υπερασπιστές των «λόγων του αέρα», από μια παρόμοια, άδικη θέση: σε τι χρησιμεύει αυτό που λέτε κύριε, σε τι κάνει τον κόσμο μας καλύτερο; Αγνοούσαν οι επικριτές τους, τις εμπειρικές προϋποθέσεις εκφοράς ενός τέτοιου λόγου, το αίτημα απελευθέρωσης της γλώσσας από τις χρησιμοθηρικές συμβάσεις που λέγαμε. Αλλά αυτές είναι παλιές ιστορίες.


Το να αναζητάς τους ομοίους σου, φυσικά δεν είναι κακό. Όλοι μας θέλουμε να συναντήσουμε πνευματικούς αδελφούς, να μοιραστούμε το κοινό βλέμμα. Κακό ίσως είναι ο έρωτάς μας για τον Παπαδιαμάντη να φράζει το δρόμο για τον Σκαρίμπα. Να θέτουμε τα κείμενα σε φανταστικές διενέξεις, να τα μετατρέπουμε σε οπαδούς και ιδεολογικούς αντιπάλους. Όχι ότι δεν είναι φορείς ιδεών τα κείμενα. Αλλά πρέπει να κρίνονται με βάση την εσωτερική τους συνέπεια, το ήθος της περιπλάνησής τους στη γλώσσα.

Δυστυχώς εμείς ούτε υπερρεαλιστές είμαστε ούτε Σκαρίμπας και Παπαδιαμάντης. Και άλλη σίγουρη αλήθεια για να την υπερασπιστούμε δεν έχουμε, αφού ενδεχομένως, αν τη διαθέταμε να μην χρειαζόταν πλέον και να γράφουμε. Προχωράμε έτσι ελλειμματικοί, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι κάθε γλωσσική μας απόπειρα, συχνότατα κούφια και ανερμάτιστη-αλλά όχι πάντα, διαγράφει μια αστεία πιρουέτα στο κενό. Ελπίζουμε ότι μερικές φορές, έχει ενδιαφέρον και πλάκα να τη χαζεύεις.



.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


20.2.05

Η πουτάνα 

*


Τώρα μου χαλαρώνουν τη γραβάτα. Πρώτα έρχεται το άρωμα και ακολουθεί το χέρι της, ζεστό, πάνω στο στήθος μου· με φροντίζει σα σύζυγος. Βολεύω την πλάτη μου στο πεζοδρόμιο και προτού ολοκληρωθεί το περίγραμμά της στα υγρά μου μάτια, ήδη την αγαπώ. Το σκυμμένο κεφάλι της μου απευθύνεται από πολύ κοντά. Λέει:
-Μόνο αλκοόλ;
Δεν απαντάω. Ακούω τη μουσική της. Τα βελούδα της φωνής της.
-Χάπια; Kόκα; επιμένει.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Ακολουθώ μαγνητισμένος την κάθετη γραμμή του στήθους της μέσα από το πουκάμισο. Θέλω να πέσει ολόκληρη πάνω μου, να με σκεπάσει.
-Πώς είστε; Να πάμε σ’ ένα νοσοκομείο;
Καθώς μετακινείται με στραβώνουν τα φώτα του αυτοκινήτου της.
-Εντάξει είμαι, ψελλίζω. Ζαλίζομαι.

Τώρα προσπαθεί να με στήσει στο σκαλοπάτι. Ξέρω πως δεν έχω χρόνο και συνέρχο-μαι απότομα. Πρέπει στα επόμενα δευτερόλεπτα να την πείσω να μοιραστεί μαζί μου κάτι. Ίσως έναν έρωτα, γιατί όχι και το υπόλοιπο της ζωής της, σε μια καλύβα μπροστά στη θάλασσα.
-Ευτυχώς που βρεθήκατε εσείς, λέω με νόημα.
Έτσι σκέφτομαι, δεν το επιλέγω. Επιθυμώ τις γυναίκες παθολογικά.
-Αιμορραγείτε, κάνει ξαφνικά. Το πουκάμισό σας.
Την πιάνω μαλακά από τον καρπό και ψιθυρίζω:
-Με τραυμάτισε η αγάπη!
-Μα τι λέτε τώρα; Πρέπει να σας δει γιατρός.
-Γιατρός μου, είναι, πάλι η αγάπη. Κάνω ομοιοπαθητική.
-Αν θέλετε να πείτε εξυπνάδες, καλώς. Δεν με χρειάζεστε άλλο.
-Σε χρειάζομαι, της επιτίθεμαι με έναν ζεστό ενικό. Θέλω να δούμε μαζί μια ταινία.
-Τι ταινία; λέει σα χαμένη.
-Την ταινία της ζωής μας. Θα τη γυρίσουμε μαζί.
Ξέρω ότι αυτά τα κόλπα δεν πιάνουν ποτέ. Αλλά κανείς δεν μαθαίνει από τα λάθη του.
-Τώρα θα φύγεις, της λέω μελαγχολικά. Θα προσπεράσεις μια δυνατότητα.
Καθώς απομακρύνεται φωνάζει γελώντας:
-Μακάρι όλοι οι μεθυσμένοι να ’ταν ποιητές σαν εσένα.

Σκουπίζω το αίμα από τα χείλη μου. Ακούω το αυτοκίνητο να ξεκινά και μονολογώ:
-Όμως δεν με βοήθησε και πολύ η ποίηση. Η πουτάνα!

27.1.05

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού 



Είναι σαφές ότι ο μπλο κι η μπλου, έχουν ως αποκλειστική ενασχόληση την ανελέητη κριτική της επικαιρότητας, με ταυτόχρονο σχολιασμό του Παντός. Εστιάζουν κυρίως στο τηλεοπτικό ή ευρύτερα δημοσιογραφικό τοπίο, αλιεύοντας μαργαριτάρια δεξιά κι αριστερά, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία και δευτερευόντως ο πολιτικός κόσμος δέχονται καθημερινά την διεισδυτική, ενδελεχή κριτική τους. Δεν τους ξεφεύγει ασχολίαστη, αποστροφή του αρχιεπισκόπου ή εκφραστικό ολίσθημα του πατρός Επιφάνειου.

Και ενώ ο καθημερινός άνθρωπος ζει τη ζωή του απλά, αγοράζει μια τυρόπιτα, διαβάζει μια εφημερίδα στο περίπτερο και χαζεύει τα φύλλα των δέντρων να πέφτουν, ο μπλο κι η μπλου καιροφυλακτούν, διαβλέποντας πίσω από κάθε ασήμαντο γεγονός ένα πιθανό post. Είναι, κατά μία έννοια, οι παπαράτσι του αοράτου. Η παρατηρητικότητά τους οξύνεται σταθερά. Θα γράψω για τα φύλλα που πέφτουν, αναφωνεί ξαφνικά.(μέσα του)

Στήνεται αργότερα στην οθόνη και ξεκινά:
«Σήμερα χάζευα τα φύλλα να πέφτουν.»

Δεν του αρέσει. Το ξαναγράφει με απλότητα και ζωντάνια:
«Τόσα φύλλα στη μέση του δρόμου, ρε γαμώτο. Το καλοκαίρι ξεψυχά!»

Δεν του αρέσει. Αλλάζει κατεύθυνση:
«Έξι μήνες είναι πια ο Κωστάκης μας στην εξουσία και τα φύλλα στους δρόμους δεν αξιώθηκε να τα μαζέψει. Η Ντόρα κοιτάζει πότε πότε από το παράθυρο ή κάθεται κλεισμένη στον πύργο της;»

Ούτε έτσι του αρέσει. Καταφεύγει στους Doors.

Summer almost gone
Summer almost gone
Where will we be
When the summer’s gone?


Αυτό είναι, λέει τελικά και το στέλνει με καμάρι. Ύστερα φυλάει καραούλι. "Λες να αρέσει;" αναρωτιέται, Περιμένει σαν ινδιάνος. Ανά τέταρτο ανοίγει και κοιτάει. Κάποια στιγμή βλέπει: Σχόλια 5. "Ω ρε μάνα μου, αρέσει!" σκέφτεται. Ύστερα μονολογεί: "γαμώτο, τα τρία είναι του ίδιου που τα θυμήθηκε ένα ένα, το άλλο είναι του κολλητού μου που πάντα με σχολιάζει. Σκατά. Τίποτα δεν έχω. Δεν αρέσει!".

Ύστερα τρέχει να δει τι γράψανε άλλοι μπλο και μπλου. Διαβάζει σε τίτλους:
Η Δόμνα Σαμίου και το τέλος του καλοκαιριού.
κι από κάτω: σχόλια 24.
«Ω ρε μάνα μου, τι γίνεται εδώ μέσα;» σκέφτεται πικραμένος, η.

*


Είναι απορίας άξιο πώς οι μπλο και μπλου βγάζουν το ψωμί τους, καθώς ζουν και αναπνέουν μόνο για να μελετούν τα blog των άλλων, να ακολουθούν τις παραπομπές τους, να εμβαθύνουν, να σχολιάζουν, να διαβάζουν απαντήσεις στα δικά τους σχόλια ή σε σχόλια τρίτων, που με τη σειρά τους σχολιάζουν άλλα σχόλια, άλλων μπλογκεράδων. Γενικά οι μπλο και μπλου σχολιάζουν ό,τι περάσει από τα μάτια τους γιατί στόχος τους είναι ακριβώς αυτό: να αυξηθεί ο όγκος της φλυαρίας στο δίκτυο.

Είναι σίγουρο ότι εργάζονται κάπου (ή είναι φοιτητές), αλλά αφενός βρίσκονται πάντα δίπλα σε ανοιχτό υπολογιστή ώστε να ελέγχουν ανά μισάωρο την ανταπόκριση και αφετέρου δεν φαίνεται να κατέχουν θέσεις υψηλής ευθύνης. Αν τύχει δε και απομακρυνθούν από την αγαπημένη τους οθόνη (λόγω μιας σύντομης εκδρομής πι χι), αναπτύσσουν έντονα στερητικά σύνδρομα. Περπατώντας στο βουνό και ενώ η παρέα ψάχνει για ταβέρνα με ξυλόσομπα, εκείνοι αναρωτιούνται μυστικά: «ο ήλιος πάει να δύσει, πόσα σχόλια να έχω άραγε;»

Υπάρχει και η κατηγορία του μπλογκερά-μέρμηγκα. (Μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί η κατηγορία μπλογκερού-μυρμήγκω.) Είναι ο ακούραστος χειρούργος του δικτύου, ο οποίος δουλεύει κυρίως με το ηλεκτρονικό τοπίο σε βαθμό εξαντλητικό. Ο αναγνώστης των blog αυτών καλείται να κατεβάσει ημερησίως ένα (διασκεδαστικό) MP3, να διαβάσει πέντε, δέκα, είκοσι, ξενόγλωσσα πολιτικά άρθρα για την πετρελαϊκή κρίση στην παγκόσμια αγορά, ή να φορτώσει ένα (διασκεδαστικό) παιχνίδι σε εννιά, μόλις, λεπτά. Ανοίγοντας τα σχόλια αυτών των blog, ενδέχεται να βρεθείς εν μέσω πυρών σχετικά με τη στάση των ελλήνων ιεραποστόλων στην Αφρική στο ύστερο Βυζάντιο- εννέα στις δέκα φορές καταλαμβάνεσαι από τον πανικό της αμάθειας.

Από εκεί και πέρα συναντά κανείς καταχωρίσεις υψηλής βιρτουοζιτέ. Ανακαλύπτουμε εδώ κι εκεί ανέκδοτες ποιητικές συλλογές ή συλλογές διηγημάτων (αλλά και νουβέλα, δοκίμιο, χρονογράφημα, ευθυμογράφημα), εκλαϊκευμένη φιλοσοφία, ψυχανάλυση για αρχαρίους, επιστημοσύνη, πολιτικό μανιφέστο, οικονομική ανάλυση και πολύ, πάρα πολύ linux. Υπερτερεί, σαφώς όμως, ο προσωπικός αναστοχασμός των πεπραγμένων της ζωής, ένα λεπτό άρωμα νοσταλγίας που επικάθεται πάνω στα post, μετατρέποντας το blog σε ένα σεντούκι με παλιές δαντέλες.

Τι τα θες, τι τα γυρεύεις. Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού, είναι κι αυτοί πλάσματα ευάλωτα, που αντί για πένα και στυπόχαρτο διαθέτουν έναν πιο σύγχρονο τρόπο να φωνάζουν καθημερινά πόσο πολύ θέλουν οι άλλοι να τους αγαπούν.

Και με αυτόν τον ωραίο συναισθηματικό τόνο, με αυτή την ξαφνική ανατροπή της διάθεσης, λέω να κλείσω την απεραντολογία μου περί μπλο και μπλου, αφού κι εγώ αποτελώ κομμάτι της ίδιας κουλτούρας, σάρκα από τη σάρκα της και δεν είναι ούτε ηθικά σωστό ούτε ωφέλιμο να παίρνω αποστάσεις.

Γι αυτό, υπομονετικέ αναγνώστη μου, και ως εξιλέωση, έγραψα ένα ποίημα που καταφεύγει σε κλασικές, μελό ευκολίες, ώστε να φανεί ξεκάθαρα πόσο ο ψύχραιμος συντάκτης του κειμένου που μόλις διάβασες, δεν είναι παρά ένα απλό, καθημερινό παιδί, γεμάτο κλισέ ευαισθησίες και πασέ στιχουργική. Κι έτσι φτάνουμε και πάλι στην ανάγκη μας για αγάπη, που λέγαμε, ας μη γινόμαστε κουραστικοί.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
κάτι δραπέτες του εαυτού,
μες την οθόνη του μυαλού τους
γράφουν τραγούδια του καϋμού τους.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
σκόνη και πάθος του ουρανού,
μικρό παιδί που χάθηκε
βαρκούλα που ξεχάστηκε

και πλέει μισοπέλαγα, δίχως κουπιά,
στα πέρατα
του κόσμου μας που γέρασε
ζωής που μας προσπέρασε.

*

Άντε. Τα μαντηλάκια σας, και για ύπνο τώρα, tough bloggers!

.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


24.1.05

Ek-sistenz 

Κινούμαστε, από εδώ και μπρος, σε έναν χώρο πολύ επικίνδυνο. Κάθε τι που λέμε ενδέχεται να είναι μια τεράστια μπαρούφα, η οποία καβουρδίζει τη φιλοσοφία αιώνων και φτιάχνει ένα τυχαίο μείγμα που δεν πίνεται. Διατηρούμε αυτή την επιφύλαξη αλλά συνεχίζουμε να προχωρούμε, μιλώντας για όσα καταλαβαίνουμε.

Ο συγκροτημένος μου εαυτός λοιπόν, που γνωρίζει ότι αποτελεί άθροισμα εαυτών τύπου κούκλας μπαμπούσκα, άθροισμα μερών με σχεδόν αυτόνομη δράση, αισθάνεται εντούτοις εγγύτερο, προσφιλέστερο, πιο «δικό» του, το κέντρο της επιθυμίας. Αν απαντούσα ειλικρινά σε κάποιον που θα με σταματούσε εκείνο το βράδυ ρωτώντας με, «ρε φίλε, ποιος είσαι;» θα του έλεγα ευθέως: να, μπες, παράκμαμψε το θόρυβο των λέξων και κοίτα τους πόθους μου, τα συναισθήματα, τα όνειρα, τις συνειδητές μου επιθυμίες. Κοίτα λίγο προσεκτικότερα ώστε να δεις και τις ασυνείδητες. Ή κυρίως αυτές, αν είσαι φροϋδιστής, κύριος!

*


Η συνείδηση κατά τον Husserl, είναι πάντα συνείδηση ενός πράγματος. Αυτή είναι η εγγενής ιδιότητά της, η λεγόμενη αναφορικότητά της, το να μπορεί να αναφέρεται στα πράγματα, όχι φυσικά ως πράγματα καθ’ εαυτά, αλλά ως φαινόμενα, όπως δηλαδή αυτά αντανακλώνται, φαίνονται εντός της. Και όπως ο Kant, θα δεχτεί κι εκείνος ότι το ίδιο το πράγμα καθ’ εαυτό θα μας μείνει για πάντα άγνωστο, εμείς θα δουλεύουμε μόνο με το απείκασμά του.

Δεν έχουμε λόγους να αμφισβητήσουμε τους γίγαντες αυτούς της σκέψης. Ερχόμαστε μόνο να καταθέσουμε ως συμπλήρωμα όσα η εμπειρία μας διαπίστωσε μια νύχτα που έβρεχε. Η συνείδηση δηλαδή μπορεί αρχικά να κατανοεί τον εαυτό της ως cogito, να περιέχει τον κόσμο ως φαινόμενο, αλλά, τελικά, τον βιώνει ως επιθυμία.

Το να ζεις σημαίνει να επιθυμείς. Και το να έχεις συνείδηση του εαυτού σου σημαίνει κυρίως να έχεις τη γεύση των επιθυμιών σου. Είσαι, εν ολίγοις, ένας γευστικός υποδοχέας των εμπειριών της ζωής σου, που, αν όλα κυλήσουν ομαλά, έχεις κάθε δυνατότητα να εξελιχθείς σε έναν καλό γευσιγνώστη.

Αυτά είναι όσα κατάλαβα και να με συγχωρείς αν σε ανάγκασα να διαβάσεις πράγματα που ήδη γνώριζες.

*



Υ.Γ.1.Όλο αυτό το νυχτερινό μπες βγες στον εαυτό, η εκστατική περιπλάνηση, δεν ήταν σχήμα λόγου. Πρόκειται για εμπειρία αγωνίας που πρώτη φορά την ένιωσα γύρω στα δεκαπέντε με δεκάξι, παρατηρώντας τη γιαγιά μου να πλέκει. Εστιάζοντας στις μικροκινήσεις των δαχτύλων της, τις ελάχιστες συσπάσεις του προσώπου της, αποκολλήθηκα από το εγώ μου και ταυτίστηκα μαζί της. Ήμουν εκείνη. Χρειάστηκε να φωνάξω μέσα μου: είμαι εγώ, είμαι εγώ, για να επιστρέψω, πανικόβλητος.

Y.Γ.2. Γράφει ο Γιανναράς ερμηνεύοντας στοιχεία της φιλοσοφίας του Heidegger:
"Η πρωταρχική εμπειρία του είναι, γίνεται δυνατή χάρη στην ικανότητα της ύπαρξης να εξ-ίσταται, να ίσταται έξω από τον εαυτό της…ώστε να της γίνεται προσιτός ο εαυτός της, οι συνάνθρωποι, τα αντικείμενα. Γι αυτό και ο Ηeidegger, από κάποια στιγμή και πέρα, διορθώνει τη γραφή της λέξης ύπαρξη από Existenz σε Ek-sistenz, υποδηλώνοντας με τη δεύτερη αυτή γραφή το ελληνικό εξ-ίστημι."


19.2.04

Το μικρό Quiz 

Μόνο για τους φανατικούς αναγνώστες της σελίδας (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι, είμαι σίγουρος, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω), ιδού ένα μικρό κουίζ:

1. Ποιο πραγματολογικό λάθος μπορείτε να εντοπίσετε στην καταχώριση "τοπιογραφία";
2. Ποια εικαστική χαριτωμενιά έχει προστεθεί τελευταία (20 ημέρες πριν, περίπου) στη σελίδα και δεν την πήρε κανείς είδηση; Για ποιον τα φτιάχνω εγώ βρε παλιόπαιδα;
3. Ποια -αναξιοποίητη έως τώρα- δυνατότητα προσφέρει (σιγά την προσφορά-λέμε τώρα) το i-mood, σε όσους διερευνούν τη διάθεση του συντάκτη;(αν δεν ξέρετε τι είναι το i-mood, δεν πειράζει· ξέρετε τόσα άλλα στη ζωή.)
4. Με ποιο κείμενο έκλεισε οριστικά ο διάλογος με τον kuk για τον Λ. Ανδρέου και τη λειτουργία της τέχνης γενικότερα; (όχι ότι καίγεται δηλαδή κανείς να μάθει. Απλώς ένα τεστ παρατηρητικότητας κάνουμε βρε παιδί μου)
5. Πίνακες ποιου ζωγράφου βλέπουμε παραπλεύρως; (φυσικά δεν υπάρχει αναγνώστης που να μην γνωρίζει αλλά πρέπει να δικαιολογήσω και την ερωτική διακόσμηση. Ποιος είναι όμως; ε;)

θα απαντήσετε σε όλες τις ερωτήσεις. Θα τα διορθώσω-αν προλάβω-το Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα θα διαβάσουμε τα καλύτερα. Όσα παιδάκια απαντήσουν σωστά και στις πέντε ερωτήσεις, κερδίζουν:
- Δωρεάν συνδρομή στη vita moderna για ένα εξάμηνο.
- Δυνατότητα να γνωρίσουν τον thas από κοντά. (θα το κανονίσει το fun club αυτό)
- Ένα παγωτό φυστίκι αν είναι καλοκαίρι ή ένα παγωτό φυστίκι αν είναι χειμώνας.
Δεν ξέρω τι άλλο να προσφέρω. Ένα σπιτάκι που έχω στο χωριό; Το θέτε;

Καλή επιτυχία


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.



11.2.04

Κουίζ 

Ποιο είναι αυτό

.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.



25.1.04

Καλώς ήλθες σε ένα blog! 

Η ιστοσελίδα που βρίσκεστε είναι ένα blog. Είναι μια προσωπική σελίδα που χρησιμοποιεί τη μορφή του ημερολογίου ως σχήμα, για να πει τα πράγματα που ενδιαφέρουν τον συντάκτη της μέσα από καθημερινές καταγραφές. Στο ξενόγλωσσο διαδίκτυο είναι πολύ συνηθισμένη διαδικασία αυτοέκφρασης και υπάρχουν εκατομμύρια blogs, όπου ο καθένας «αναρτά» ό,τι θεωρεί σημαντικό να καταγραφεί, από σημειώματα στην κοπέλα του μέχρι φωτογραφίες των κολλητών. Υπάρχουν σοβαρότατα blogs με πολιτικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις και blogs της πλάκας, δεδομένου ότι μπορεί κάποιος να το στήσει μέσα σε τρία λεπτά. Ο όρος προέκυψε από συντόμευση των λέξεων web (=δίκτυο) και log (=σημειωματάριο).

Η παρουσία των αναγνωστών στο blog εκφράζεται κυρίως μέσα από τη δυνατότητα που έχει κάποιος να κάνει σχόλια στο τέλος της καταχώρησης, δίνοντας ένα ψευδώνυμο. Υπάρχει έτσι διάδραση και επικοινωνία , γιατί αλλιώς σε τρώει η μοναξιά και το ξεροβόρι αφού δεν ξέρεις αν σε διάβασε κανείς. Είναι σκληρό το διαδίκτυο για τους bloggers και πολύ σύντομα αναπτύσσεται η αίσθηση της ματαιότητας για αυτό που κάνεις-εφόσον δεν υπάρχει ανταπόκριση.

Στο ξενόγλωσσο δίκτυο, οι bloggers και οι σελίδες τους έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη δύναμη, καθώς αποτελούν μια εναλλακτική, αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης σε σχέση με τα γνωστά ΜΜΕ που υπακούουν σε ποικίλες δεσμεύσεις. H επιρροή τους, μετά την αποκάλυψη στην Αμερική σκανδάλων που αποσιωπήθηκαν από τα υπόλοιπα μίντια και οδήγησαν σε παραιτήσεις πολιτικών προσώπων, αυξήθηκε κατακόρυφα.

Αλλά η δύναμη της πολιτικής παρέμβασής τους είναι μόνο η μία πλευρά τους. Στην ουσία πρόκειται για ένα νέο είδος δημόσιας έκφρασης που προέκυψε από την εισαγωγή του internet στην καθημερινότητα των ανθρώπων και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς την εικαστική του παρουσίαση, τη θεματολογία και τη γλώσσα που διαλέγει καθένας για να επικοινωνήσει.

Η επιφάνεια του blog, είναι ενεργή. Μέρος του παιχνιδιού είναι και οι αυτόματες παραπομπές, τα λεγόμενα links, όπου πατώντας με το χεράκι που δημιουργείται, οδηγείσαι σε κάτι άλλο. Τα πάντα μπορεί να είναι ενεργά και έχει πλάκα να ανακαλύπτεις χωρίς οδηγίες , με το ποντίκι σου, πού υπάρχουν παραπομπές και πού σε οδηγούν.

Η εμφάνιση, τέλος , του blog, το εικαστικό του μέρος, είναι κάτι που στήνεται πάνω σε δοσμένες φόρμες αλλά διαφοροποιείται ανάλογα με τις επεμβάσεις του συντάκτη της. Τα χρώματα, οι γραμματοσειρές και οι φωτογραφίες είναι μια συγκεκριμένη γλώσσα των υπολογιστών που μαθαίνεται σχετικά εύκολα.

Χαρά του συντάκτη πάντως, εκτός από το να ξέρει ότι τον επισκέπτονται, είναι να μαθαίνει ότι παρακίνησε κάποιους να φτιάξουν και το δικό τους blog. Αναπτύσσεται έτσι μια ιδιότυπη αλληλεγγύη και ένα μέσο από τη φύση του ψυχρό και απωθητικό αρχίζει σιγά σιγά να ζεσταίνεται από την ανθρώπινη παρουσία.

Καλές πτήσεις,
Thas

.

επιστροφή

.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.



Απαντήσεις σε απαντήσεις, ω πόσες απαντήσεις! 

Σκεφτόμουνα που λες, πάνω σε εκείνη τη διατύπωσή σου ότι ο Λ. παίρνει «πόζα πάσχοντος» πως ολόκληρη η λογοτεχνία είναι μια πόζα και κατεξοχήν η ποίηση αποτελεί μια «πόζα» πάσχοντος υποκειμένου. Ο «ποιητής», στα μάτια των ποιητών αλλά και των αναγνωστών είναι ο διωκόμενος εν τω κόσμω, ο εξόριστος, ο αθεράπευτος, ο οριστικά πληγωμένος.

Αλλά και ολόκληρη η ροκ μυθολογία με την οποία ανατραφήκαμε είναι Η πόζα , με εντονότατη κλισέ εικονοποιία και ευανάγνωστα σύμβολα αφού απευθύνεται και σε μικρά παιδιά . Μέσα όμως σ’ αυτήν την ασφυκτική τυποποίηση έχουν γραφτεί τα αριστουργήματα που γνωρίζουμε.

Άκου κι αυτήν εδώ την ποιητική πόζα:

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
Απ’ τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μές στο σύρμα.
μην ξεχάσεις, φτύσ’ τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
Ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
Ας περιμένουν οι αχρείοι.
Εκτ.Κακναβάτος

Πολύ ωραίο πράγμα!. Και φυσικά, αποτελεί προϊόν μιας «σύμβασης». Εδώ, μια ανυπόταχτη ποιητική φωνή αποφασίζει να αντισταθεί, να πέσει καταπάνω στον εχθρό. Ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει πως η φωνή του είναι ράτσα υψικάμινου (αυτός κι αν παίζει με σύμβολα σοσιαλιστικού ρεαλισμού). Δεν διακρίνουμε όμως εγωισμό στη στάση του αυτή παρά μια υπερχειλίζουσα πνευματικότητα που δανείζεται τη φωνή του πολέμου γιατί θέλει να συνεγείρει, να συναντήσει σ’ ένα κοινό εμβατήριο όλους τους καταπιεσμένους-δηλαδή εμάς-προτρέποντάς μας να τους φτύσουμε. Αυτούς που φταίνε πάντα, τους «εχθρούς της συμπόνιας» που έλεγε κι ο Κούπερ. Νομίζω ότι βρισκόμαστε κατ’εξοχήν στο κέντρο μιας τυπικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο καλό και το κακό-για να σχολιάσω και την αναφορά σου στον μανιχαϊσμό του Λ.

Κι όμως: ένας στίχος που επαίρεται, φωνασκεί, σοσιαλρεαλίζει και ποζάρει ως ανυποχώρητος μπορεί να είναι και ποίηση βαρβάτη. Δεν εξηγείται γιατί. Είναι το ταλέντο, η αίσθηση της γλώσσας, ο λόγος για τον οποίο κάποιος είναι ποιητής και κάποιος άλλος είναι προπονητής ποδοσφαίρου.

Θυμάμαι τυχαία τώρα , το «Δεν έχω γράψει ποιήματα, μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω»

Παντού πόζα μπορείς να δεις, αν θέλεις. Θέλω να πω δηλ. ότι το πρόβλημα δεν είναι η πόζα (πάλι ένα εξωκαλλιτεχνικό γεγονός) αλλά η πειστικότητα του ύφους της. Επίσης το πρόβλημα δεν είναι νοηματικό-ότι δηλαδή ο Χριστός υπέφερε, συνεπώς γιατί να κατηγορηθεί…Το σύμβολο (Χριστός-Θεός) με το οποίο αντιπαρατίθεται ο Λ. είναι εκείνο του ιδιοκτήτη ενός κόσμου τον οποίο καλούμαστε να προσλάβουμε υποχρεωτικά ως «καλόν λίαν» και να αναποδώσουμε ως αντίδωρο την ευγνωμοσύνη μας, με λατρευτικό τρόπο, στο Αφεντικό. Αυτό το σύμβολο μιας αόρατης καταπίεσης-απειλής εξ ουρανού είναι η μεγάλη παράδοση των δυτικών κοινωνιών, το πιο κοινό σύμβολο εξουσίας το οποίο, μετά τον διαφωτισμό, οι μάζες ζητούν καθημερινά να αποκαθηλώσουν.

Μπορείς λοιπόν να πεις ότι ο Λ. δεν με πείθει, δεν με αφορά σ’ αυτήν τη «ποιητική» πολεμική του στάση. Τον κρίνω ανεπαρκή, αδούλευτο, άγουρο, ανίκανο να διαχειριστεί ένα τέτοιο θέμα.
Μπορεί και να ’ναι. Κάνει όμως σίγουρα ποίηση και σίγουρα είναι συγκινητικός. Θυμάμαι μάλιστα ότι η πρώτη σου αντίδραση ήταν πολύ θετική όταν πρωτοδιάβασες το ποίημα, που σημαίνει ότι ο Λ. είναι σουξεδιάρης, αγαπησιάρης ντε.!

Συνεχίζω με τα έξωθεν στηρίγματα, στα οποία ομολογώ ότι με μπερδεύουν αρκετά.

Στο πρώτο λες πως η τέχνη έχει ανάγκη έξωθεν στηρίγματος για να προσληφθεί. Νομίζω ότι εδώ συγχέεται το στήριγμα με την αναφορά στην εμπειρική πραγματικότητα. Κατανοητό για την κοινή εμπειρία, την ιστορία, τους μύθους κ θρύλους. Αλλά τα όρια της τέχνης και τα όρια της γλώσσας πώς μπορούν να αποτελούν κι αυτά έξωθεν στήριγμα;
Ας δούμε όμως την λεγόμενη κοινή εμπειρία. Σε σχέση λοιπόν με αυτήν, το ποίημα είναι ελεύθερο να διαθέσει τον εαυτό του ως εξής:
Μοσχοβολούσαν τα μαλλιά της (πιστοποιείται από την εμπειρία)

Μοσχοβολούσε το φεγγάρι (διαψεύδεται από την εμπειρία αλλά στέκεται ποιητικά επειδή ο υπερρεαλισμός μας έμαθε να διαβάζουμε τον κόσμο με όλες μας τις αισθήσεις ταυτόχρονα, αλληλοπεριχωρούμενες που λέει κι ο Γιανναράς)

Μόσχος τα μαλλιά του φεγγαριού σου και. (διαψεύδεται από την εμπειρία, διαψεύδεται από το συντακτικό της γλώσσας αλλά στέκεται εξαιτίας του ποιητικού συντακτικού και εξαιτίας του γλωσσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο είναι πιθανώς ενταγμένο. Ο Χειμωνάς έχει πολλές προτάσεις που τελειώνουν με και, τελεία.)

Συνεπώς εγώ δεν βγάζω κάποιο συμπέρασμα για την φύση και τη λειτουργία της κοινής εμπειρίας στην τέχνη. Όταν μπορείς να σταθείς απέναντί της με κάθε τρόπο, τι συμπέρασμα να βγάλεις;

Προχωρώ στο δεύτερο και τρίτο «έξωθεν στήριγμα»
Μ’αρέσει πολύ η έκφρασή σου: μια σειρά γραμμάτων που εξανθρωπίσηκε. Πολύ παραστατική. Δεν διαφωνώ με κάτι αλλά και δεν καταλαβαίνω πού οδηγούμαστε, ποιο συμπέρασμα προκύπτει από εδώ.

Στο στήριγμα 4, αναφέρθηκα πριν. Συνοψίζοντας να πω ότι πάντα ένα σημαίνον, γλωσσικό εν προκειμένω, έχει ένα νοηματικό σημαινόμενο με το οποίο συνομιλεί. Αυτό το νοηματικό σημαινόμενο δεν είναι στήριγμα, αλλά η ίδια η λειτουργία του λόγου, η αντανάκλασή του στον κόσμο της εμπειρίας.

Στο 5 διαφωνώ πως για να είναι προσλήψιμο το ποίημα πρέπει να δηλωθεί η σχέση του αφηγητή με τον μύθο. Αυτή δηλώνεται, ξεδιπλώνεται μέσα στο ποίημα, και είναι σαφής στην περίπτωση του Λ., όχι;

Στο 6 μαζεύονται όλα αυτά τα θεωρητικά που λέμε πιο πάνω και επικρατεί ένας μικρός χαμός εξαιτίας των αδιευκρίνιστων εννοιών, καθώς δεν μιλάμε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος με κατοχυρωμένη -να το πω έτσι- ορολογία, οπότε κολυμπάμε σε θάλασσες εννοιών και κινδυνεύουμε να πνιγούμε στα ρηχά που λέει κι ο Μάλαμας.

Μου φαίνεται ότι ένας τέτοιος διάλογος μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, χωρίς κατ’ ανάγκην να διαφωνούμε σε κάτι. Μάλιστα δεν είναι ένα θέμα που μπορεί να με παθιάσει, οπότε, εύκολα μπορώ να παραδεχτώ ό,τι θέλεις. Γράψε μου το συμφωνητικό και θα το υπογράψω χωρίς να το διαβάσω. Έχω εμπιστοσύνη φίλε kuk ότι δεν θα με ρίξεις και ότι θα κάνεις μια πετυχημένη σύζευξη των συγκεχυμένων ιδεών μας σε ένα ξεκάθαρο, κρυστάλλινο, συμπίλημα άγριας βουνίσιας γιάμπολης με τη θερινή αύρα του Αιγαίου πελάγους.
Οσφρανθείτε τους χυμούς της ζωής ωρέ κατακαημένοι φιλόλογοι-μικροβιολόγοι της ποίησης, βγείτε να δείτε τον ήλιο του Γενάρη ωρέ μουχλιασμένα ποντίκια του διαδυκτίου που πληκτρολογείτε στα σκοτεινά τις αραχνιασμένες σκέψεις σας, καρακάξες, νυχτερίδες και κοράκια εσείς, σκυμμένοι δήθεν πάνω στο corpus των γραμμάτων και των τεχνών, α τε να χαθείτε παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.

Ουφ. Έκανα και την αυτοκριτική μου, ώστε να μην μου την κάνει κανας άλλος. Έτσι, σαν το ΠΑΣΟΚ κι εγώ, αυτοανανεώθηκα!

.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.



14.12.03

Μοναξιές. 

Η γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι με στρίμωξε τις προάλλες στην κουζίνα: «Να παντρευτείς, αγόρι μου. Τα άτιμα τα χρόνια φεύγουν σαν πυρετός-να παντρευτείς, να ’χεις έναν άνθρωπο να σε προσέχει, να κάνεις οικογένεια, να ακουστεί κλάμα εδώ μέσα…»
Την άκουγα και σκεφτόμουν ότι, δόξα τω Θεώ, έχουν ακουστεί πολλά κλάματα στο έρμο μου. Τώρα βέβαια ακούγονται soulful δίσκοι, αδιάφορα τηλεφωνήματα, πού και πού κανένα χάχανο και αργά τη νύχτα ο βόμβος της τηλεόρασης- αλλά κι αυτά ένα είδος θρήνου είναι.
Της είπα να μου φτιάξει λαχανοντολμάδες και βγήκα. Ήταν ένα γλυκό απόγευμα. Οι δρόμοι έβραζαν και χάζεψα τα ζευγάρια. Άλλα σέρνονταν κουρασμένα με μια ήσυχη απόγνωση στο πρόσωπο, άλλα ήταν ναρκωμένα από την αγάπη-φιλιόντουσαν και έσφιγγαν το μπράτσο του φίλου τους, σαν άνθρωποι που πιάνονται από έπιπλα για να μην πέσουν, σε ώρα θαλασσοταραχής.
Κοίταζα τις φωτισμένες βιτρίνες-αμέριμνος και μόνος-και σκεφτόμουν τα παλιά. Τις οικογένειες-στρατούς στη γειτονιά μου-ένα ιλιγγιώδες πλέγμα από συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, καλοκαίρια, απομεσήμερα και μπάνια-σαν γαλλικό μυθιστόρημα! Και τη δική μου οικογένεια, που από τη στιγμή που φτιάχτηκε προσπαθούσε να διαλυθεί.
Και τελικά, διέλυσε εμένα.
Εννοώ μ’ έκανε να αγαπήσω τη μοναξιά μ’ ένα πείσμα αδιάλυτο στα χρόνια. Και να εξιδανικεύσω, σε βαθμό απαγορευτικό, έναν θεσμό που ούτως ή άλλως είναι αντιδημοφιλής στις μέρες μας. Το θεσμό της οικογένειας.
Βλέπω και τους φίλους μου! Οι περισσότεροι (σαν σκόνη από τα eighties) σαν κάτι να πενθούν-μια ατελή αγάπη, ένα διαταραγμένο θυμικό, ένα καουμπόικο dna, τα χαμένα τους μαλλιά, το γεγονός ότι κάποτε υπήρξαν ευτυχισμένοι….- παράξενα πράγματα!
Τους βλέπω κλεισμένους στα hi-tech bunkers τους-να βηματίζουν από το βίντεο στο cd κι από το cd στο βίντεο, προφυλαγμένοι δήθεν από τις εχθροπραξίες του έρωτα, από το πληκτικό σεξ του γάμου, από τη συμβατική στοργή των συζύγων. Σκλάβοι κάποιας μνησικακίας, σκαλωμένοι σε κάποιο χαλασμένο γονίδιο-κατά βάθος αρνούνται τη συνθήκη του γάμου, επειδή είναι εγωιστές και καλοπερασάκηδες, επειδή δεν πιστεύουν σε τίποτε πέρα από τον εαυτό τους.
Ανήκω σ’ αυτούς-όπως άλλωστε ανήκουν όλο και περισσότεροι. Προχθές διάβαζα στον Economist ότι το 55% των παιδιών στη Σουηδία γεννιούνται από ανύπαντρες μητέρες και το 25% των οικογενειών στις ΗΠΑ, έχει μόνο έναν γονέα. Όλο και περισσότερα ζευγάρια συγκατοικούν χωρίς γάμο ή κάνουν παιδιά χωρίς καν να συγκατοικούν. Φαίνεται σαν η οικογένεια να έχει γίνει φύλο και φτερό-όλο και και περισσότερο να μοιάζει με φευγαλέα συνάντηση για ψώνια και κάνα παιδί.

Αυτό, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Βλέπω π.χ. πόσο αυτοματικά μεταμορφώνονται σε συζύγους μερικές φίλες που μου κάνουν το τραπέζι. Όταν μεθάνε τα tough guys, μου μιλάνε (αφού εξαντλήσουν τη μεταφυσική των οπών) για εξοχικά που θέλουν να χτίσουν, για παιδιά που θέλουν να κάνουν, για τη βαρεμάρα της πολυτελούς τους μοναξιάς. Πανέξυπνες γυναίκες που έχουν μετρήσει τη ζωή τους με το κουταλάκι της πρέζας μιλάνε, στο πρώτο μπουκάλι, σαν ρομαντικές ηρωίδες-κι εγώ πιάνω τον εαυτό μου στο δρόμο να ζηλεύει τον άντρα που σκύβει γελώντας στη βιτρίνα, με τη γυναίκα του στο μπράτσο και το παιδί του στην αγκαλιά-ένας κρίκος κλειστός, αρχαίος, αυτάρκης.
Τι τρέχει; Είναι καλή η μοναξιά ή όλοι ζούμε εντός του βίπερ Νόρα μας;
Θα σας πουν πολλές θεωρίες, για τη γοητεία των εργένηδων, την ανεξαρτησία της ανύπαντρης μητέρας, τον ηδονισμό και τη δημιουργικότητα των gay και των ελεύθερων σκοπευτών. Ακούστε κι εμένα. Όλες αυτές οι στρατιές από μοναχικούς που αυξάνουν, όλες αυτές οι στοίβες από μονά σεντόνια και σπουδαίες επιδόσεις, τα ξημερωμένα night clubbings και τα εύκαιρα προφυλακτικά,- όλα αυτά είναι επιδόσεις σκορπισμένες και μάταιες γιατί δεν απευθύνονται πουθενά συγκεκριμένα. Και οι εργένηδες (όσο γλεντζέδες κι αν φαίνονται) είναι κατά βάθος ρομαντικοί μέχρις εξουθενώσεως, οι τελευταίοι πιστοί του ιδανικού έρωτα, οι τελευταίοι νοσταλγοί του τέλειου γάμου!
Είναι επίσης, losers-χαμένοι από χέρι. Όσο κι αν αυτογοητεύονται από τον maudit ηρωισμό της ανεξαρτησίας τους, όσο κι αν κάνει νόστιμο το κρέας τους η ελευθέρα βοσκή τους-μένουν επαναληπτικά εκτός νυμφώνος, αφού σαν μωρές παρθένες σπατάλησαν το λάδι τους σε άχρηστες φαντασμαγορίες.
Ξέρω τους μύθους που κυκλοφορούν γι’ αυτούς. Αφορούν όμως περισσότερο τη διαφημιστική εικόνα τους, παρά την πραγματικότητά τους. Τα εργένικα δωμάτια συνήθως δεν μυρίζουν Egoiste, αλλά κλεισούρα-και δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από έναν μαντράχαλο που φτιάχνει ομελέτα για βραδινό. Η μοίρα του είναι ήδη προγραμμένη: Σαν τον εξάδελφο Πονς, κάποια μέρα θα χαρίσει όλους τους θησαυρούς, για ένα πιάτο σπιτική σούπα.

Με αυτές τις σκέψεις γύρισα στο σπίτι- μέσα από τον πολτό του ευτυχισμένου πλήθους. Η γυναίκα είχε φύγει, έβαλα ένα ποτό και άρχισα να ψάχνω υπολείμματα μηνυμάτων, το σχήμα της γάτας στο μισοσκόταδο, την ανάμνηση των ανθρώπων που πέρασαν απ’ αυτά τα δωμάτια, μέχρι που οι «υποθέσεις» μου άρχισαν να μπερδεύονται με μισοειδωμένα πρόσωπα και αναμνήσεις- να με τυφλώνουν με το φως τους τα καλοκαίρια σαν μυθιστορήματα, με το τεράστιο οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι του παππού.
Μέχρι πρότινος ήμουν απόλυτος με τη νοσταλγία. Τη σιχαινόμουνα! Ζούσα , υποτίθεται, μονάχα στο παρόν και πόνταρα όλα τα υπάρχοντά μου στην εργασία μου (που φυσικά αγαπώ!), στα επιφωνήματα των ανθρώπων που με συναντάνε, στο κοσμικό αντίτιμο που –αν θέλω- εισπράττω.
Αλλά καθώς περνούν τα άτιμα τα χρόνια (έχει δίκιο η κυρία Νίκη), καθώς περνάει η ώρα και πέφτει η νύχτα (σαν δέσμη από αλκοολικά τριαντάφυλλα!) καταλαβαίνω ότι το περίφημο «παρόν» μου είναι διάστικτο από βιοτικές αυταπάτες και ότι η νοσταλγία μου περιέχει εκείνα ακριβώς τα πράγματα που δεν τόλμησα να διεκδικήσω, μια ζωή. Πράγματα τετριμμένα και παλιομοδίτικα- σαν το γάμο, το μονοπώλιο ενός ανθρώπου, την «ολοκληρωτική» κι «αιώνια» κατοχή ενός σώματος, το «τραπέζι» ένα μεσημέρι καλοκαιριού στον κήπο.
Καταλαβαίνω τι εννοεί η γυναίκα όταν λέει ότι ο χρόνος φεύγει σαν πυρετός-βάζω φαΐ στη γάτα και σκέφτομαι : «θα βρω τη θέση μου στον κόσμο μόνο όταν βρω κάποιον να τον προσέχω».
Η γάτα γουργουρίζει και η ουρά της τυλίγει το πόδι μου σαν μαντικός κισσός.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, από το βιβλίο στον Κάκτο : Μοναξιές,
κείμενα δημοσιευμένα στην Ελευθεροτυπία


This page is powered by Blogger. Isn't yours?